Στο μικρό καφενεδάκι της παραλίας
συναντηθήκαμε...σιωπηλοί κι οι δυο...
Τα μάτια χάραζαν νευρικά το χώρο γύρω...
Απέφευγες να με κοιτάξεις...
Το ίδιο κι εγώ...
Είχε έρθει το τέλος...
Υποκρινόμασταν τους ανυποψίαστους...
Ως την τελευταία ώρα ψεύτες...
Έξω ομίχλη...είχε χαθεί η θάλασσα...
λες και την είχε καταπιεί ο ουρανός...
Σα να 'χε μόλις σβήσει μια φωτιά
που έκαψε τα πάντα
κι άφησε παντού
ένα πηχτό λευκό καπνό...
Μια πένθιμη σιωπηλή βροχή
έπεφτε πάνω στ' αποκαϊδια...
Μούσκευε την ψυχή...
Τόση υγρασία σ' αυτή την πόλη...
Οι σκέψεις τρέχαν...
Τα συναισθήματα ρευστά...ακαθόριστα...
είχαν κι αυτά χαθεί στην ομίχλη...
Δε μιλούσες...
Τι να πεις...
Κάτι πήγα να πω μα φυλακίστηκε
στα σφραγισμένα χείλη...
Το απομεσήμερο έκλαιγε...
Η ψυχή μου έκλαιγε...
Τόσα δάκρυα σ' αυτή την πόλη...
Ο καφές είχε παγώσει...
Γουλιά δεν κατέβαινε...
Κοιταχτήκαμε φευγαλέα...
Το βλέμμα σου γυάλινο...
Έγινε θρύψαλα όταν αντίκρισε το δικό μου...
Ένα δάκρυ δραπέτευσε...
Πονούσες...
Πονούσα...
Παγωνιά γύρω...στην ψυχή παγωνιά...
Τόσος χειμώνας σ' αυτή την πόλη...
Πόση πίκρα μπορεί να χωρέσει μια συνάντηση...
Τίποτε δεν είπαμε...μα ειπώθηκαν όλα...
Στο μικρό καφενεδάκι της παραλίας
το τέλος γράφτηκε σιωπηλό...θλιβερό...
κάπως ακαθόριστο...
τυλιγμένο κι αυτό στην ομίχλη...
Τόση ομίχλη σ' αυτή την πόλη...
Την επόμενη μέρα όλα θα ήταν ξεκάθαρα...
Το μικρό καφενεδάκι θα ήταν λουσμένο στο φως...
Η θάλασσα αναστημένη
θα λαμπύριζε κάτω απ' τον ήλιο...
Το τέλος με κεφαλαία μαύρα γράμματα
θα ήταν γραμμένο παντού...
Ο ήλιος εκτυφλωτικά θλιβερός
θα διέγραφε την απόγνωση...
θα φώτιζε τη μοναξιά...
θα επιβεβαίωνε την εγκατάλειψη...
Γελασμένοι κι οι δυο...
Μόνοι...
Χαμένοι...
Τόση ερημιά σ' αυτή την πόλη...

Τα μάτια χάραζαν νευρικά το χώρο γύρω...
Απέφευγες να με κοιτάξεις...
Το ίδιο κι εγώ...
Είχε έρθει το τέλος...
Υποκρινόμασταν τους ανυποψίαστους...
Ως την τελευταία ώρα ψεύτες...
Έξω ομίχλη...είχε χαθεί η θάλασσα...
λες και την είχε καταπιεί ο ουρανός...
Σα να 'χε μόλις σβήσει μια φωτιά
που έκαψε τα πάντα
κι άφησε παντού
ένα πηχτό λευκό καπνό...
Μια πένθιμη σιωπηλή βροχή
έπεφτε πάνω στ' αποκαϊδια...
Μούσκευε την ψυχή...
Τόση υγρασία σ' αυτή την πόλη...
Οι σκέψεις τρέχαν...

είχαν κι αυτά χαθεί στην ομίχλη...
Δε μιλούσες...
Τι να πεις...
Κάτι πήγα να πω μα φυλακίστηκε
στα σφραγισμένα χείλη...
Το απομεσήμερο έκλαιγε...
Η ψυχή μου έκλαιγε...
Τόσα δάκρυα σ' αυτή την πόλη...
Ο καφές είχε παγώσει...
Γουλιά δεν κατέβαινε...
Κοιταχτήκαμε φευγαλέα...
Το βλέμμα σου γυάλινο...
Έγινε θρύψαλα όταν αντίκρισε το δικό μου...
Ένα δάκρυ δραπέτευσε...
Πονούσες...
Πονούσα...
Παγωνιά γύρω...στην ψυχή παγωνιά...

Πόση πίκρα μπορεί να χωρέσει μια συνάντηση...
Τίποτε δεν είπαμε...μα ειπώθηκαν όλα...
Στο μικρό καφενεδάκι της παραλίας
το τέλος γράφτηκε σιωπηλό...θλιβερό...
κάπως ακαθόριστο...
τυλιγμένο κι αυτό στην ομίχλη...
Τόση ομίχλη σ' αυτή την πόλη...
Την επόμενη μέρα όλα θα ήταν ξεκάθαρα...
Το μικρό καφενεδάκι θα ήταν λουσμένο στο φως...
Η θάλασσα αναστημένη
θα λαμπύριζε κάτω απ' τον ήλιο...
Το τέλος με κεφαλαία μαύρα γράμματα
θα ήταν γραμμένο παντού...
Ο ήλιος εκτυφλωτικά θλιβερός
θα διέγραφε την απόγνωση...
θα φώτιζε τη μοναξιά...
θα επιβεβαίωνε την εγκατάλειψη...
Γελασμένοι κι οι δυο...
Μόνοι...
Χαμένοι...
Τόση ερημιά σ' αυτή την πόλη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου