κι εσύ δεν είχες δύναμη ν' αντισταθείς.
Σε νίκησε...
Σε πήρε...
Όμως εγώ σε χρειαζόμουν ακόμη.
Όλες οι αναμνήσεις μου έχουν την αύρα σου,
τη γλύκα σου, τη μυρωδιά σου.
Εκεί...
Πάντα εκεί...
Στο παλιό σπίτι.
Εκεί για όλους...
Πάντα όρθια.
Πάντα να προσπαθείς...
Σε βλέπω να σκουπίζεις

μπροστά στο νεροχύτη.
Μικρούλα κι αεικίνητη.
Πάντα μ' ένα χαμόγελο πικρό
στα χείλη, στα μάτια...
''Μη κατσουφιάζεις'' μου 'λεγες.
''Θα κάνεις ρυτίδες ανάμεσα στα μάτια.''
Μα το 'ξερα πως δεν ήταν αυτό
που σε απασχολούσε.
Ήταν που δεν άντεχες να με βλέπεις λυπημένη.
Τη δική σου λύπη πάντα την έσπρωχνες.
Την έκρυβες μες στα συρτάρια της κουζίνας,
κάτω απ' τα κεντημένα σου σεμέν.
Να μη τη δούμε.
Μα ήτανε διάχυτη.
Είχε ποτίσει όλο το σπίτι.
Δε τη χωρούσε πια...
Ξεχείλιζε έξω απ' αυτό.
Έκανε βόλτες στο δρόμο,
στα μαγαζιά της γειτονιάς,
στα σπίτια των φίλων.
Όλοι τη βλέπανε.
Το ήξερες, μα προσπαθούσες...

Για όλους...
Για όλα...
Τίποτε δε ζητούσες κι όλα τα έδινες.
Μου έλειπες...
Και τότε που ήμασταν μαζί, μου έλειπες.
Γιατί τον μοίραζες τον εαυτό σου -άγιο αντίδωρο-
σ' όλους να δώσεις, πιστούς και άπιστους.
Κι εγώ ήθελα πάντα μεγαλύτερο κομμάτι,
που όμως δεν περίσσευε.
Πεινούσα για την αγάπη σου.
Γι αυτό μου έλειπες.
Μου λείπεις και τώρα.
Περισσότερο...
Δε σε χόρτασα μάνα.
Δε σε χόρτασα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου