Σαν ήρθε η στιγμή,
η Λάχεση, τον κλήρο να τραβήξει
πάνω απ' την κούνια του μωρού,έστειλε ο Αίολος όλους τους ανέμους
κι άρπαξαν τους καλούς λαχνούς...
Έμειναν μόνο κάτι μίζεροι,
μισοί και μαυρισμένοι.
Το βρέφος σπάραζε που ξαφνικά
έπιασε κρύο...και σαν ψαράκι έτρεμε,
που με τη βία το πετάξαν στη στεριά.
Κι η Λάχεση άρχισε αργά αργά
να ξετυλίγει,
Το βρέφος σπάραζε που ξαφνικά
έπιασε κρύο...και σαν ψαράκι έτρεμε,
που με τη βία το πετάξαν στη στεριά.
Κι η Λάχεση άρχισε αργά αργά
να ξετυλίγει,
έχοντας μες στα μάτια
μια περίεργη ενοχή
κι ένα τρομακτικό καθρέφτισμα...
Τα χρόνια πέρασαν...
Προσπάθησες να καλοπιάσεις τους ανέμους,
να κάνεις φίλη τη βροχή,
να ημερέψεις καταιγίδες
και να δαμάσεις τις φωτιές...
Προσπάθησες ...επέζησες...
μια περίεργη ενοχή
κι ένα τρομακτικό καθρέφτισμα...
Τα χρόνια πέρασαν...
Προσπάθησες να καλοπιάσεις τους ανέμους,
να κάνεις φίλη τη βροχή,
να ημερέψεις καταιγίδες
και να δαμάσεις τις φωτιές...
Προσπάθησες ...επέζησες...
μόνο τα βράδια που το βλέμμα σου
γεμίζει ουρανό
και η ψυχή σου αναζητά
μέσα απ' τις έναστρες διαδρομές,
όσα ονειρεύτηκες
και που ποτέ δεν έκανες, ταξίδια,
με θλίψη αγγίζεις τα καμένα σου φτερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου