Φοβήθηκα
τα σκοτεινά δάση στα μάτια σου,
τις αφέγγαρες νύχτες,
τις κλειστές πόρτες,
τις κάμαρες με τα μυστικά...
Σα μαγνήτης
με τραβούσε το άγνωστο...
Μα φοβήθηκα...
Πώς να ριχτώ σε τέτοια βάθη...
Ποταμός ήσουν
παραδομένος σε ξένη θάλασσα.
Ανεξερεύνητος βραδινός ουρανός.
Αστέρι άγνωστο.
Μυστηριώδης πλανήτης.
Κι εγώ ένα κυκλάμινο
στην άκρη ενός γκρεμού,
δέσμια φονικού ανέμου,
αδύναμη,
τρομαγμένη,
δειλή.
Κάθε μου κίνηση χάδι θανάτου...
Φοβήθηκα...
Αρνήθηκα τον άγνωστο ουρανό σου.
Προτίμησα την άκρη του γκρεμού.
Αφέθηκα στον άνεμο φονιά.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες
παλεύω να κρατηθώ...
να μη σκορπίσω,
στιγμές σαν κι αυτή
που με χαϊδεύει ο θάνατος.
Θυμάμαι ακόμα
τα σκοτεινά δάση στα μάτια σου.
Στο βάθος τους τώρα λάμπει ένα ξέφωτο.
Έσβησε ο φόβος...
Μα είσαι πια μακριά...
Είσαι η ελπίδα που έχασα.
Ο δρόμος που δεν περπάτησα.
Ο παράδεισος που δεν πίστεψα.
Η μακρινή προδομένη πατρίδα.

τις αφέγγαρες νύχτες,
τις κλειστές πόρτες,
τις κάμαρες με τα μυστικά...
Σα μαγνήτης
με τραβούσε το άγνωστο...
Μα φοβήθηκα...
Πώς να ριχτώ σε τέτοια βάθη...
Ποταμός ήσουν
παραδομένος σε ξένη θάλασσα.
Ανεξερεύνητος βραδινός ουρανός.
Αστέρι άγνωστο.
Μυστηριώδης πλανήτης.
Κι εγώ ένα κυκλάμινο
στην άκρη ενός γκρεμού,

αδύναμη,
τρομαγμένη,
δειλή.
Κάθε μου κίνηση χάδι θανάτου...
Φοβήθηκα...
Αρνήθηκα τον άγνωστο ουρανό σου.
Προτίμησα την άκρη του γκρεμού.
Αφέθηκα στον άνεμο φονιά.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες
παλεύω να κρατηθώ...
να μη σκορπίσω,
στιγμές σαν κι αυτή
που με χαϊδεύει ο θάνατος.
Θυμάμαι ακόμα
τα σκοτεινά δάση στα μάτια σου.
Στο βάθος τους τώρα λάμπει ένα ξέφωτο.
Έσβησε ο φόβος...
Μα είσαι πια μακριά...
Είσαι η ελπίδα που έχασα.
Ο δρόμος που δεν περπάτησα.
Ο παράδεισος που δεν πίστεψα.
Η μακρινή προδομένη πατρίδα.
Μαρία Γασπαράτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου