Αναγνώστες

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Ένα νερολούλουδο


Υπάρχει ένα μέρος ιερό
στο νησί της νοσταλγίας...
Το κοιμητήριο ονείρων...
Εκεί πηγαίνω κάθε βράδυ.
Ξεγλιστρώ κρυφά
από τα εγκόσμια,
κι αφήνω στο δικό μου όνειρο,
ένα λουλούδι
φτιαγμένο από διάφανα
πέταλα ψυχής.
Ένα λουλούδι υγρό
κι απόκοσμα γαλάζιο.
Το κόβω απ' το βυθό
μιας ανθισμένης θάλασσας
συναισθημάτων.
Ένα νερολούλουδο.
Μυρίζει θαλασσινή αύρα
καλοκαιρινή βροχή
και νοτισμένο χώμα.
Άλλοτε πάλι μυρίζει βορινό άνεμο
φωτιά και στάχτη
από καμένες επιθυμίες.
Μα πάντα...πάντα μέσα σ' αυτές
τις μυρωδιές μπερδεύεται το άρωμά σου.
Αυτό το όνειρο που έθαψα εκεί,
ήταν ένα μικρό φτωχούλι όνειρο.
Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει.
Πονάει τόσο η θύμησή του.
Το όνειρο το άτυχο αυτό,
που βιάστηκες να το σκοτώσεις,
είχε το χρώμα σου και τ' άρωμά σου.
την όψη...τη φωνή...το γέλιο...το όνομά σου.
Εκεί πηγαίνω κάθε βράδυ.
Αφήνω στο φτωχό μου όνειρο,
ένα λουλούδι διάφανο...υγρό
κι απόκοσμα γαλάζιο,
φτιαγμένο από πέταλα ψυχής.
Ένα νερολούλουδο  που έχει τ' άρωμά σου.

Μαρία Γασπαράτου

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Αγαπημένες διαδρομές

Ξύπνησα το ξημέρωμα
και σε κοιτούσα...
Διάβαζα όσα
ο χρόνος έγραψε
στο πρόσωπό σου...
Τα ίχνη που άφησε...
Μικρές αγαπημένες
διαδρομές...
γεμάτες αγάπη, αγωνίες,
λύπες, χαρές, επιθυμίες, όνειρα...
Τις χάιδεψα με το βλέμμα μου...
Ήταν δικές μου...
Σημάδια της ζωής σου μαζί μου...
Αποδείξεις μιας γεμάτης ζωής...
Η επιβεβαίωση
της παρουσίας μου, στη δική σου πορεία.
Γραμμές που μας δένουν...

Άγγιξα με τα ακροδάχτυλά μου
τα άλλοτε μαύρα σου μαλλιά...
Γέμισαν τα δάχτυλα ασήμι...
Πόσο έγινες πολύτιμος...
Πόσο βαθιά σ' αγαπώ πια...
Απαλλαγμένη από βαρίδια
νεανικών ερώτων...
Δίχως εγωισμούς....
ματαιοδοξία...υπολογισμό...
Πόσο είναι υπέροχο αγάπη μου
που μεγαλώνουμε...
Πόσο είναι υπέροχο
να γερνάμε μαζί...

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Έτσι για να προσμένω...

Στην παλέτα σου πάντα ανακάτευες
χρώματα μελαγχολικά...
Ζωγράφιζες ηλιοβασιλέματα...
Σου άρεσαν τα δειλινά...
Η μέρα που τελειώνει...
Ο ήλιος που πεθαίνει...
Το σκοτάδι που έρχεται...
Ζωγράφιζες Φθινόπωρα...
Κίτρινα φύλλα πεσμένα στο χώμα...
Δέντρα γυμνά
κάτω από σκούρα σύννεφα...
Άγριες θάλασσες..
Απελπισμένους ναυαγούς...
Άφηνες μόνο μια υποψία φωτός...
να ξεγελάει το βλέμμα...
Κάποια προοπτική ευοίωνη.
Ένα ελπιδοφόρο ενδεχόμενο,
πως κάτι υπάρχει παρακάτω
σ' αυτό που φαίνεται ότι τελειώνει...
Μια προσμονή μαγνήτη...
να κρατά το θεατή
προσηλωμένο  στο έργο σου...
Έτσι ζωγράφισες και την αγάπη
στον καμβά της ζωής μας...
Εφήμερη, φθαρτή, σκοτεινή,
καταδικασμένη...
Κι από ένα μικρούλι τόσο δα
παράθυρο άφησες να μπαίνει
λίγο φως...
Έτσι για να με ξεγελάς κι εμένα...
Να προσμένω...
Να ελπίζω κάποτε πως στον καμβά,
θα βάλεις χρώματα χαράς
και πως θα τη ζωγραφίσεις όμορφη,
έτσι όπως της πρέπει την αγάπη.


Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Το σκιάχτρο

Κι όπως τακτοποιούσα
την ντουλάπα το απόγευμα,
βρήκα εκείνο το ξεθωριασμένο
τζην μπουφάν σου.
Κρεμασμένο εκεί
στην ξύλινη κρεμάστρα,
να περιμένει μάταια
να φορεθεί ξανά,
απ' το αγαπημένο σώμα σου.
Σαν ένα σκιάχτρο μοιάζει πια,
που τ' άφησες επίτηδες
για να τρομάζει τα όνειρά μου...
Ίσως ποτέ δεν ξανανοίξω την ντουλάπα.
Να το πετάξω όμως, όχι...

Μαρία Γασπαράτου

Λευκό τριαντάφυλλο.

Ήμουν στο πέτο σου
 λευκό τριαντάφυλλο
κι ήσουν λεκές
στο άσπρο μου φουστάνι.
Βοριάς η αγάπη σου
και πως να με ζεστάνει,
που απ' της ψυχής μου μπήκε
τ' ανοιχτό παράθυρο.


Δεν έπρεπε στο δρόμο μου
η μοίρα να σε φέρει.
Το ξέρω πως δεν άξιζα
τόσο πικρή ζωή.
Και τώρα Θεέ μου
που να βρω την αντοχή,
τη νύχτα την ατέλειωτη
 να κάνω μεσημέρι...

Ποια αγάπη...

Είχες χαράξει μια καρδιά
στο τρυφερό δεντράκι...
Το αίμα του λευκό
κυλούσε αργά
στο νεαρό κορμό...
"Θα το πονέσεις" σου είπα.
Μα σφύριζες αδιάφορα.
"Έτσι είναι" μου είπες "η αγάπη
αγάπη μου. Πονάει..."
Το βλέμμα σου ήταν σκοτεινό...
Ρίγησα τρομαγμένη..
Σημάδι ήταν...
Οιωνός...
Νεύμα της μοίρας που αγνόησα...
Προχώρησα μαζί σου...
σε ένα δρόμο άδικο...
Στο δρόμο το δικό σου...
Στο δρόμο της αγάπης που πονά...
Κι ό,τι καλό είχα το 'χασα...
κι έδιωξα ό,τι μου έδινε χαρά...
Κι αφέθηκα να με κατασπαράξει
το αδηφάγο τέρας της αγάπης σου,
που μόνο αγάπη δεν ήταν τελικά...

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Μείνε...

Μείνε για λίγο απόψε
στο βαγόνι της σκέψης μου...
κι ας μην έχεις εισιτήριο...
Μείνε σα λαθρεπιβάτης...
Θα σε κρύψω στις πιο σκοτεινές
κι απάτητες γωνιές της ψυχής μου...
Κανένας ελεγκτής δε θα περάσει...
Εγώ ορίζω αυτό το τρένο...
Μείνε όσο κρατάει
μια καλοκαιρινή βροχή...
Λίγο να με δροσίσεις...
κι ας στεγνώσει έπειτα η ζωή μου,
σαν το κοχύλι που το 'βγαλε
το κύμα στη στεριά...
Μείνε όσο κρατάει το τελευταίο
φως της μέρας πριν τη δύση...
για μια στιγμή...
να ξαναδώ το πρόσωπό σου...
Όσο κρατάει ένα χαμόγελο...
Μια υποψία χαράς...
Μια αστραπή ελπίδας...
Κλέψε κάποιες στιγμές της μέρας μου...
Κάντες δικιές σου...
Κάνε με δική σου πάλι...
Έστω για λίγο...
Έστω κι έτσι...

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Σε θυμήθηκα

Σε σκέφτομαι απόψε...
Θυμήθηκα εκείνο το χαμόγελο,
σα νεογέννητο φεγγάρι
στο όμορφο πρόσωπό σου...
Θυμήθηκα τα μάτια τα μελιά...
δυό πύλες ανοιχτές στο όνειρο...
στο άπιαστο...στο ωραίο...
Θυμήθηκα δυό χέρια τρυφερά
σαν δυό φτερά αγγέλου,
που γίνονταν μια θάλασσα αγκαλιά
μόνο για μένα...
Θυμήθηκα...
Αναίτια εντελώς
και τι δε θυμήθηκα απόψε...
Έτσι να στείλω τη σκέψη μου
απαλό μαξιλάρι...
να κάνει τη νύχτα σου ήρεμη...
τα όνειρά σου γαλήνια...

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Αύγουστος.

Έλουσε η πανσέληνος στη θάλασσα
τα μακριά ασημένια της μαλλιά
κι έπειτα τα 'κανε δίχτυα
και μας περίμενε...
Αυτός ο Αύγουστος μας μάγεψε...
Ήρθε φορτωμένος έρωτα...
Τον άφησε στα μάτια μας...
Φορτώθηκε τα όνειρά μας...
Τα ταξίδεψε...
Κι εμείς ολότελα μαγεμένοι,
σαν πλάσματα φανταστικά
που ξεπηδήσαν από κάποιο παραμύθι,
πέσαμε στα δίχτυα της σελήνης
και μπλεχτήκαμε...
Μας τύλιξε τόσο σφιχτά
που γίναμε ένα...
Τα μάγια της μας έδεσαν για πάντα...
Κι έγινε το νησί ναός του έρωτα...
Κι έγινε ο Αύγουστος Θεός αγάπης
που μας ευλόγησε...
Χιλιάδες πεφταστέρια σαν κέρματα
ευχών πέσαν στη θάλασσα...
Δώσαν ζωή στα όνειρά μας.
Κι ήταν η αγάπη μας
που μάγεψε αυτό το καλοκαίρι
κι ήταν ο έρωτάς μας που έκανε
αυτό τον Αύγουστο μοναδικό!

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Η σιωπή μας.

Τι ωραία που ήταν η σιωπή μας!
Τα χείλη σωπαίναν...
Οι λέξεις ήταν φτωχιές...
Ξεχείλιζαν τα συναισθήματα...
Γινόντουσαν μουσική,
φτιαγμένη από τους χτύπους της καρδιάς
και τις ανάσες μας.
Τι ωραία που ήταν η σιωπή μας!
Η ιερή ώρα της αρμονίας...της γαλήνης...
της άηχης κουβέντας των ματιών...
Φλυαρούσαν τα βλέμματα...
Ακατάπαυστα...
Και ξαφνικά κόπηκε στη μέση
η σιωπή μας...
Κι από δική μας...έγινε δική σου
και δική μου.
Κι ήρθε αυτή η μισή σιωπή
και σκέπασε σα μαύρο σύννεφο
τη ζωή μου...
Έμεινε κι η ζωή μισή...
Ακρωτηριασμένη...
Και τώρα πως ν' αντέξω
τους εκκωφαντικούς ήχους
της δικής μου σιωπής...
Της δικής μου μοναξιάς...

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Απόψε θα 'ρθω να σε βρω.

Απόψε θα 'ρθω να σε βρω...
Στις σκοτεινές αίθουσες
των κινηματογράφων...
Στα μπαράκια με τα λιγοστά φώτα...
Στους δρόμους που μας περίμεναν
να τους περπατήσουμε...
Στα αστικά λεωφορεία,
τα γεμάτα κόσμο και μοναξιά...
Στο εκκλησάκι του χωριού
που ανταμώναμε τα καλοκαίρια...
Στις πορείες με τις πολύχρωμες σημαίες
και τα τραγούδια στα μεγάφωνα...
Ήθελες ν' αλλάξεις τον κόσμο...
Σε όλα έβρισκες μια αφορμή
για αντίσταση, για ξεσηκωμό...
Όλα φαίνονταν απλά και εύκολα.
Έφταναν τόσα λίγα
για να 'μαστε ευτυχισμένοι...
Να σε ρωτήσω τι κατάφερες
ν' αλλάξεις τελικά...
Κουρελιάστηκαν οι σημαίες μας...
Δεν έχουν πια χρώμα...
Δεν έχουν σύμβολα...
Οι φωνές μας κουράστηκαν...
Γίναν βραχνές... υποτονικές... αδύναμες...
Δεν ακούγονται πια...
Οι πορείες χαλάρωσαν...
Τα πόδια σέρνονται...
Τα βλέμματα έχασαν εκείνη τη σπίθα...
Ατενίζουν το κενό...
Βουλιάζουμε στο κενό...
Στο τίποτα...
Τίποτα όλα...
Τα συνθήματα, η ορμή, η λαχτάρα...

Τίποτα κι η αγάπη μας...
Κολυμπάει κι αυτή στο κενό...
με μια άχρωμη ξεσκισμένη σημαία...
κι ένα σύνθημα άστοχο,
που δε βγάζει πια νόημα.
Τίποτε δεν άλλαξε...
Ίδιος έμεινε ο κόσμος.
Γι' αυτό θα' ρθω να σε βρω...
Μα φοβάμαι πως δε θα σε γνωρίσω...
Δε θα με γνωρίσεις ούτε συ...
Γιατί αλλοίμονο... μόνο εμείς αλλάξαμε!
Γίναμε άλλοι...
Γίναμε προδότες της ζωής και του εαυτού μας...
Χαθήκαμε...
Χαθήκαμε για πάντα...

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Λευκό χαρτί.

Θ' αρχίσω πάλι να πληγώνω το χαρτί...
Γράμματα ξυράφια θα χαράξουν
την αγνότητα του τίποτα...
Λέξεις σπαθιά θα σκορπίσουν τον πόνο...
Μια πένα μακελάρης
θα τραυματίσει ανεπανόρθωτα
τη λευκή αθωότητα...
Από τη φυλακή του μυαλού μου,
δραπέτευσαν ανεπιθύμητες σκέψεις...
νόθα παιδιά πικρών συναισθημάτων...
Ψάχνουν για καταφύγιο...
Θα 'ρθουν να κρυφτούν
σ' αυτή τη σελίδα...
Θα τη λεηλατήσουν...
Συνένοχη κι εγώ, θα τις υποθάλψω...
Αυτό το έγκλημα επαναλαμβάνεται...
Κι όμως κάθε φορά το χαρτί,
μοιάζει ν' απολαμβάνει το βιασμό του...
Χωρίς καμία αντίσταση...
Δείχνει ν' αποζητά το μοιραίο...
Σαν άβγαλτη κοπέλα
που διψάει για έρωτα
κι αφήνει την παρθενιά της,
στον πρώτο τυχόντα...
Θ' αφήσει πάνω της
τα ίχνη του για πάντα..

Όπως αυτό το χαρτί...
Πριν από λίγα λεπτά,
ήταν τόσο αγνό, τόσο καθαρό,
τόσο αθώο...
Και παρόλα αυτά,
το έγκλημα δεν διαπράχτηκε ακόμα...


Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Ένα κόκκινο μπαλόνι.


Θέλω τόσο να φύγω!
Να μπορούσα να φύγω!
Να μην είχα δυο σπασμένα φτερά.
Να μην ήταν η ψυχή μου
μπερδεμένο κουβάρι.
Να μην είχα στα πόδια μου ρίζες
και στα χέρια μου άγκυρες.
Να γινόμουν ένας γλάρος,
μια πεταλούδα,
μια μέλισσα.
Να πετούσα.
Να γινόμουν έτσι ωραία κι ανάλαφρη,
να με ταξιδέψει ο ουρανός.
Να γινόμουν έστω 
ένα κόκκινο μπαλόνι με ήλιον,
ν' ανέβω, ν' ανέβω, 
να χορτάσω γαλάζιο,
να κοιτάξω από ψηλά
όλα αυτά που πληγώνουν,
να γελάσω μαζί τους.
Έστω ένα μικρό κόκκινο μπαλόνι
σαν μια ανθισμένη παπαρούνα
στη γαλανή ουράνια πεδιάδα.
Να με παίρνει ο άνεμος από δω κι από κει,
να αφεθώ στο λίκνισμα του,
να κοιμηθώ γαλήνια στην αγκαλιά του.
Κι έπειτα μ' ένα εντυπωσιακό μπαμ, 
να σπάσω.
Να κάνω τόσο θόρυβο,
όσο δεν έκανα ποτέ μου.
Ωραίος θάνατος, να στάζει ελευθερία!
Σαν μια όμορφη κόκκινη παπαρούνα,
τα λεπτά μου πέταλα να σκορπιστούν στο Αιγαίο,
φόρος τιμής σε κάποια πουλιά,
που κατά λάθος γεννήθηκαν δέντρα.

Μαρία Γασπαράτου





Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Καμένα φτερά

 Σαν ήρθε η στιγμή, 
η Λάχεση, τον κλήρο να τραβήξει
πάνω απ' την κούνια του μωρού,
έστειλε ο Αίολος όλους τους ανέμους
κι άρπαξαν τους καλούς λαχνούς...
Έμειναν μόνο κάτι μίζεροι, 
μισοί και μαυρισμένοι.
Το βρέφος σπάραζε που ξαφνικά
έπιασε κρύο...και σαν ψαράκι έτρεμε,
που με τη βία το πετάξαν στη στεριά. 
Κι η Λάχεση άρχισε αργά αργά
να ξετυλίγει, 
έχοντας μες  στα μάτια
μια περίεργη ενοχή
κι ένα τρομακτικό καθρέφτισμα...
Τα χρόνια πέρασαν...
Προσπάθησες να καλοπιάσεις τους ανέμους,
να κάνεις φίλη τη βροχή,
να ημερέψεις καταιγίδες
και να δαμάσεις τις φωτιές...
Προσπάθησες ...επέζησες...
μόνο τα βράδια που το βλέμμα σου
γεμίζει ουρανό 
και η ψυχή σου αναζητά 
μέσα απ' τις έναστρες διαδρομές, 
όσα ονειρεύτηκες 
και που ποτέ δεν έκανες, ταξίδια,
με θλίψη αγγίζεις τα καμένα σου φτερά.

Μαρία Γασπαράτου





Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Απών.

''Μα δε ζήτησες ποτέ τίποτε.
Πως ήθελες να ξέρω;''
Μου είπες δήθεν έκπληκτος.
Σε κοίταξα μόνο...
Δε μίλησα...
Ούτε και τώρα θα σου ζητήσω.
Έπρεπε να είχες καταλάβει...
Να σου ζητήσω τι;
Να μ' αγκαλιάζεις τις νύχτες που κρυώνω;
Δεν ένιωθες το ρίγος στο κορμί μου;
Σαν πεταλούδα έτρεμα,
που της τσακίσαν τα φτερά.
Τι να ζητήσω;
Το χάδι σου να σβήσει
τα δάκρυα στα μάτια μου;
Δεν άκουγες το λυγμό μου;
Δυό λόγια αγάπης
βάλσαμο στην πληγωμένη ψυχή μου;
Αιμοραγούσε...
Δεν το 'βλεπες;
Ή μήπως το φιλί σου,
όαση στην άνυδρη έρημο των χειλιών μου;
Να σου ζητήσω να με νιώσεις;
Τις νύχτες που έμενα άγρυπνη
μετρώντας το κενό,
εσύ ονειρευόσουν.
Έψαχνα κάποιο χέρι να πιαστώ,
μα εσύ ήσουν απών...
Τίποτε δεν κατάλαβες.
Ήσουν εδώ, αλλά δεν ήσουν...
Έλειπες πάντα...
Μα πια συνήθισα στην απουσία σου.
Μόνο θα σου ζητήσω τώρα κάτι τελευταίο.
Πριν φύγεις άσε τα κλειδιά στο κομοδίνο.
Έτσι κι αλλιώς τ' απόγευμα
θ' αλλάξω κλειδαριά...



 ''

Προδοσία.

Με μια αγάπη Δούρειο Ίππο γύρισες.
Σ' αυτό το κατασκεύασμα,
έκρυβες ψέματα και προδοσίες.
Μέσα στη νύχτα κυνηγημένος
δήθεν απ' τις Ερινύες,
την πόρτα χτύπησες,
αν κάτι άφησες να το αποτελειώσεις.
Κι ήρθες ξανά,
σαν δολοφόνος που γυρνά
στον τόπο του εγκλήματος,
να δεις αν έσβησες όλα τα ίχνη.
Κι όταν με είδες δυνατή και όρθια,
δυό γαντοφορεμένα χέρια άπλωσες,
τάχα να μ' αγκαλιάσεις,
μα άστραψε κάτω απ' το φως του φεγγαριού,
της προδοσίας το μαχαίρι.
Κι από το Δούρειο Ίππο της αγάπης σου,
θύελλες βγήκανε και καταιγίδες.
Κι έτσι για άλλη μια φορά κατάφερες,
την παγωνιά να φέρεις
μες στο καλοκαίρι...


Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Μου λείπεις...

Η νύχτα ζήλεψε την όμορφη ψυχή σου
κι εσύ δεν είχες δύναμη ν' αντισταθείς.
Σε νίκησε...
Σε πήρε...
Όμως εγώ σε χρειαζόμουν ακόμη.
Όλες οι αναμνήσεις μου έχουν την αύρα σου,
τη γλύκα σου, τη μυρωδιά σου.
Εκεί...
Πάντα εκεί...
Στο παλιό σπίτι.
Εκεί για όλους...
Πάντα όρθια.
Πάντα να προσπαθείς...
Σε βλέπω να σκουπίζεις
το ιδρωμένο μέτωπο,
μπροστά στο νεροχύτη.
Μικρούλα κι αεικίνητη.
Πάντα μ' ένα χαμόγελο πικρό
στα χείλη, στα μάτια...
''Μη κατσουφιάζεις'' μου 'λεγες.
''Θα κάνεις ρυτίδες ανάμεσα στα μάτια.''
Μα το 'ξερα πως δεν ήταν αυτό
που σε απασχολούσε.
Ήταν που δεν άντεχες να με βλέπεις λυπημένη.
Τη δική σου λύπη πάντα την έσπρωχνες.
Την έκρυβες μες στα συρτάρια της κουζίνας,
κάτω απ' τα κεντημένα σου σεμέν.
Να μη τη δούμε.
Μα ήτανε διάχυτη.
Είχε ποτίσει όλο το σπίτι.
Δε τη χωρούσε πια...
Ξεχείλιζε έξω απ' αυτό.
Έκανε βόλτες στο δρόμο,
στα μαγαζιά της γειτονιάς,
στα σπίτια των φίλων.
Όλοι τη βλέπανε.
Το ήξερες, μα προσπαθούσες...
Σε θυμάμαι με μια μόνιμη ανησυχία στο βλέμμα.
Για όλους...
Για όλα...
Τίποτε δε ζητούσες κι όλα τα έδινες.
Μου έλειπες...
Και τότε που ήμασταν μαζί, μου έλειπες.
Γιατί τον μοίραζες τον εαυτό σου -άγιο αντίδωρο-
σ' όλους να δώσεις, πιστούς και άπιστους.
Κι εγώ ήθελα πάντα μεγαλύτερο κομμάτι,
που όμως δεν περίσσευε.
Πεινούσα για την αγάπη σου.
Γι αυτό μου έλειπες.
Μου λείπεις και τώρα.
Περισσότερο...
Δε σε χόρτασα μάνα.
Δε σε χόρτασα...


Όνειρα.

Στις γενναίες ψυχές
κατοικούν τα όνειρα.
Σ' εκείνες που παλεύουν,
που διεκδικούν,
που δεν τα παρατάνε.
Από τις άλλες τις δειλές,
τις άτολμες, δραπετεύουν.
Δε μένουν σκλαβωμένα τα όνειρα,
σε ψυχές σκοτεινές που φοβούνται.
Θέλουν αέρα,
θέλουν φως,
θέλουν ορίζοντες.
Σαν τα πουλιά τα ταξιδιάρικα,
που στα κλουβιά πεθαίνουν.
Κι απ' την δική σου την ψυχή,
τα όνειρα πετάξανε.
Δεν μπόρεσαν να ζήσουν
έτσι στριμωγμένα.
Γιατί από καιρό τις έχασες τις θάλασσες,
τους ουρανούς τους ανοιχτούς,
τον ήλιο...
Κι έτσι ορφάνεψε η ψυχή σου
από όνειρα,
αφού -τι κρίμα- δεν το άξιζε
σ' αυτή να κατοικούνε.

Με μια χάρτινη βαρκούλα.

Με μια χάρτινη βαρκούλα σαλπάραμε.
Τι περίμενες;
Ποια τύχη θα είχε το ταξίδι;
Τους χάρτες που απλώσαμε
τους άρπαξε το κύμα.
Χαθήκαμε...
Σου το 'χα πει πως δε θα φτάναμε μακριά.
Οι ωκεανοί δεν έχουν οίκτο.
Δεν έχουν έλεος τα κύματα.
Στα βράχια τσακιστήκαμε...
Κι οι δυο το ξέραμε...
Τα μακρινά ταξίδια είναι για γερά σκαριά.
Η θάλασσα δε συγχωρεί αδυναμίες...
Ναυαγήσαμε...
Σ' άλλη ακτή εσύ
κι εγώ σε κάποιο ερημονήσι...
Δεν ήτανε τα πέλαγα για μας...
Χάρτινη και μικρή η αγάπη μας...
Πώς να μας ταξιδέψει;
Ένα κουφάρι ακυβέρνητο
έμεινε στ' ανοιχτά,
αφού κι οι δυο, δειλοί και λιποτάκτες,
χωρίς προσπάθεια καμιά, το εγκαταλείψαμε...


Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Οι καλεσμένοι.

Δε θέλω κόσμο απόψε.
Η βραδιά είναι κλεισμένη.
Δεν έχω δώσει όνομα
 σ' αυτή τη νύχτα.
Ούτε γιορτή...
 ούτε επέτειος...
Οι καλεσμένοι μου εκλεκτοί!
Δεν είναι φίλοι,
ούτε και ξένοι.
Μόνο κάποιοι παλιοί γνωστοί.
Πρώτα θα έρθουν τα λάθη μου.
Ένα ένα.
Να τα θυμηθώ.
Να μπορέσω να καταλάβω.
Πως μπήκαν στη ζωή μου;
Ποια πόρτα είχα αφήσει ανοιχτή;
Πως τα άφησα ν' αλλάξουν τη μοίρα μου;
Πως έφτασα ως εδώ;
Μετά θα έρθουν τα όνειρά μου.
Θα 'ρθουν;
Μήπως τα σκότωσα;
Μήπως δεν είχα ποτέ;
Κι όμως...
Θυμάμαι που τα φύλαγα
μες στην ψυχή μου,
κάποια παλιά αθώα χρόνια.
Τα ξέχασα...
Θέλω να τα γνωρίσω απ' την αρχή.
Να τ' αγαπήσω...

Να τα φροντίσω...
Να τα υπερασπιστώ...
Να δω πόσο είναι αδύναμα...
Να καταλάβω...
πως μπόρεσαν τα λάθη μου
να τα πληγώσουν...
Δε θέλω ξένους απόψε.
Θα 'ναι μια μυστική συνάντηση.
Μια ιεροτελεστία.
Απόψε θ' αναμετρηθούν
τα λάθη με τα όνειρα...
Όποιος νικήσει,κερδίζει τη ζωή μου!

Αυτό που με θυμώνει.

Η ζωή που πρόσμενα μαζί σου,
κούρσα θανάτου ήταν τελικά.
Κι αυτό που πιο πολύ απ' όλα
με θυμώνει, είναι που σ' εμπιστεύτηκα.
Είναι που δίχως εγγυήσεις,
άφησα τη ζωή μου στα χέρια σου.
Μα η αγάπη σου ήταν αλεξίπτωτο
που δεν άνοιξε.
Κι εγώ  που πίστεψα
πως θα βρεθώ στην αγκαλιά σου,
βρέθηκα τελικά αγκαλιά με το κενό.
Αυτό που με θυμώνει,
είναι που τίποτα δεν κράτησα δικό μου.
Να 'χω από κάπου να πιαστώ,
κάθε φορά που με προδίδεις.
Με έπεισες να ζω μέσα από σένα.
Ποια είμαι να διαβάζω μες στα μάτια σου.
Και δίχως το καθρέφτισμα αυτό,
να μην υπάρχω.
Αυτό είναι πιο πολύ που με θυμώνει.
Που ξεγελάστηκα...
Που δίχως δίχτυ ασφαλείας τόλμησα
να πετώ στον ουρανό σου,
εγώ που μια ζωή φοβόμουνα τα ύψη...

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Τούνελ.

Πως βρέθηκα σ' αυτό το τούνελ
που στενεύει;
Ποιος μ' έσπρωξε εδώ μέσα;
Ποιο χέρι θεϊκό;
Ποιά μοίρα;
Ποιος έκλεψε τη βούληση
και ποιος τη λογική μου;
Που χάθηκε η φωνή μου
κι εγώ βουβά εκλιπαρούσα
λίγη στοργή;
Και πώς μες στη σιωπή μου
ν' ακουστεί;
Κάποτε τελειώνει ο δρόμος.
Όνειρο ήταν.
Πως να πιστέψω στην αλήθεια;
Κι είναι φρουρός
που δε νικιέται η συνήθεια.
Θα νικηθώ.
Θα γκρεμιστώ στο χάος.
Της ήττας μου ακούω το σκοπό.
Κι ας το 'ξερα..
Μόνο στα παραμύθια
το τέλος είναι πάντοτε καλό...






Το άλλοθι.

Βιάστηκες να κόψεις τις γέφυρες...
Σαν από πάντα αυτό να ήθελες...
Να φύγω...
Νίκη ήταν κι όχι ήττα τελικά...
Πάρτε απ' το κεφάλι μου
το δάφνινο στεφάνι...
Έγινε λάθος στην απονομή...
Αλλού ανήκει...
Όλους τους παραπλάνησες
και παραποίησες το τέλος
του αγώνα...
Απ' την αρχή το διάλεξες
να 'σαι ο ηττημένος...
Έπρεπε να 'χεις ένα άλλοθι,
για να βαδίσεις ήσυχος
στο δρόμο που χάραξες...
Μ' άλλο συνοδοιπόρο...
Πόνταρες σε άλογο κουτσό,
για να 'σαι σίγουρος
πως δε θα τερματίσει...
Στημένη ήταν η νίκη μου...
Στημένος ο αγώνας...
Σχεδίασες τη φυγή μου περίτεχνα...
Μεθοδικά όλα τα ταίριαξες...
Σατανικά μελετημένα...
Θύτης εγώ κι εσύ το θύμα...
Ένοχη εγώ κι εσύ ο προδομένος...
Σ' ακούω που γελάς στα παρασκήνια...
Συγχαρητήρια για τη σκηνοθεσία...
Μόνο μη βιάζεσαι να φύγεις...
Οι τίτλοι τέλους δεν έπεσαν ακόμα
και θα 'ταν άδικο να χάσεις το φινάλε...