Μεσάνυχτα!
Ορθάνοιχτα και σήμερα τα μάτια.
Σα πόρτες σ' ένα έρημο, εγκαταλειμμένο σπίτι,
που οι ένοικοι του φεύγοντας, ξεχάσαν ανοιχτές.
Θέα κι απόψε στο ταβάνι.
Είναι ο δικός μου βραδινός έναστρος ουρανός.
Αστέρια είναι οι λέξεις,
αυτές που κάποτε ειπώθηκαν.
Αστέρια λαμπερά,
λούζουν με φως τον ουρανό μου
και άλλα πάλι σκοτεινά,
που στάζουν αίμα.
Στο σύμπαν του μυαλού μου,
σκόρπιες εικόνες
εδώ και κει, χαράς και πόνου.
Οι μαύρες τρύπες του ''άλλοτε'',
μέσα τους με ρουφούν
και με πηγαίνουν μακριά.
σ' έναν ασπρόμαυρο πλανήτη.
Η ώρα πέντε.
Τα μάτια ορθάνοιχτα.
Έχω μαλώσει με τον ύπνο.
Είναι καιρός που με μισεί.
Το πρώτο φως μπαίνει απ' τις γρίλιες.
Πυροβολεί το άγρυπνο βλέμμα μου.
Με δύο χέρια-σπασμένα κουπιά,
προσπαθώ να διασχίσω
την απέραντη θάλασσα
της βασανιστικής νοσταλγίας.
Να βρω μια ήσυχη ακτή
στο νησί του σήμερα,
να ξεκουράσω την ψυχή μου.
Βρίσκω κάτι κουρελιασμένα αποφόρια
ελπίδας και τα ντύνομαι.
Δε μπορώ έτσι γυμνή να παλέψω
με τη μέρα που έρχεται.
Και είναι Θεέ μου ατέλειωτη!
Η κάθε μέρα πια, κρατά αιώνες!
Αρπάζω με αγωνία κάτι μισά χαμόγελα,
που άφησα σ' ένα ανθισμένο πάρκο,
ένα βράδυ καλοκαιριού.
Τα κάνω πανοπλία,
μα είναι χάρτινη.
Δε ξέρω αν θ' αντέξει.
Μα εγώ είμαι αγωνίστρια.
Με λένε Ιππολύτη.
Έμαθα να μάχομαι
σε δύσκολους αγώνες.
Πληγωμένη κι όμως όρθια!
Κουρελιασμένη μα υπερήφανη!
Φοβισμένη αλλά γενναία!
Βάζω καφέ στο φλιτζάνι.
Η μέρα έφτασε κι ο πόλεμος
έχει ήδη αρχίσει...

Σα πόρτες σ' ένα έρημο, εγκαταλειμμένο σπίτι,
που οι ένοικοι του φεύγοντας, ξεχάσαν ανοιχτές.
Θέα κι απόψε στο ταβάνι.
Είναι ο δικός μου βραδινός έναστρος ουρανός.
Αστέρια είναι οι λέξεις,
αυτές που κάποτε ειπώθηκαν.
Αστέρια λαμπερά,
λούζουν με φως τον ουρανό μου
και άλλα πάλι σκοτεινά,
που στάζουν αίμα.
Στο σύμπαν του μυαλού μου,
σκόρπιες εικόνες
εδώ και κει, χαράς και πόνου.
Οι μαύρες τρύπες του ''άλλοτε'',
μέσα τους με ρουφούν
και με πηγαίνουν μακριά.

Η ώρα πέντε.
Τα μάτια ορθάνοιχτα.
Έχω μαλώσει με τον ύπνο.
Είναι καιρός που με μισεί.
Το πρώτο φως μπαίνει απ' τις γρίλιες.
Πυροβολεί το άγρυπνο βλέμμα μου.
Με δύο χέρια-σπασμένα κουπιά,
προσπαθώ να διασχίσω
την απέραντη θάλασσα
της βασανιστικής νοσταλγίας.
Να βρω μια ήσυχη ακτή
στο νησί του σήμερα,
να ξεκουράσω την ψυχή μου.
Βρίσκω κάτι κουρελιασμένα αποφόρια
ελπίδας και τα ντύνομαι.
Δε μπορώ έτσι γυμνή να παλέψω
με τη μέρα που έρχεται.
Και είναι Θεέ μου ατέλειωτη!
Η κάθε μέρα πια, κρατά αιώνες!
Αρπάζω με αγωνία κάτι μισά χαμόγελα,

ένα βράδυ καλοκαιριού.
Τα κάνω πανοπλία,
μα είναι χάρτινη.
Δε ξέρω αν θ' αντέξει.
Μα εγώ είμαι αγωνίστρια.
Με λένε Ιππολύτη.
Έμαθα να μάχομαι
σε δύσκολους αγώνες.
Πληγωμένη κι όμως όρθια!
Κουρελιασμένη μα υπερήφανη!
Φοβισμένη αλλά γενναία!
Βάζω καφέ στο φλιτζάνι.
Η μέρα έφτασε κι ο πόλεμος
έχει ήδη αρχίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου