Αναγνώστες

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Θα με βρίσκεις πάντα

Θα με βρίσκεις πάντα
στην κορυφή της μυστικής σου λύπης...
στο στίχο ενός θλιμμένου τραγουδιού
που ασυναίσθητα θα σιγοψιθυρίζεις...
σ' ενός πλανόδιου μουσικού
τον ακαθόριστο λυγμό
που σε μια νότα τρυφερή θα σπάει τη φωνή του...
στου αυγουστιάτικου ουρανού τα πεφταστέρια
που δεν τα πρόλαβε η αργοπορημένη ευχή σου...
στης τελευταίας μέρας του καλοκαιριού
την απροσδιόριστη μελαγχολία...
θα με βρίσκεις...
σε όλα της ζωής σου τα ανεκπλήρωτα
στα "ίσως" στα "εάν" και στα "γιατί" σου
σε όσα έφταιξαν που μ' έχασες για πάντα
σε όλα εκείνα πάλι θα με βρίσκεις...
Μαρία Γασπαράτου

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

"Η ζωή είν' ωραία"

Κάτι γλυκά τραγουδά ο αέρας...
χίλια αργυρόλευκα ντέφια χτυπά
στη χαρούμενη λεύκα
κι ο ήλιος
σαν αρχαίο πολύτιμο έγχορδο 
νότες χρυσάφι σκορπά
χαϊδεύει τη θάλασσα
στο ρυθμό του
χορεύουν τα κύματα ανέμελα ...
Παίρνει άξαφνα υπόσταση
στην παλιά της κορνίζα
με ανθάκια μικρά κεντημένη η φράση:
"Η ζωή είν' ωραία"...
Κι είναι αλήθεια...
Όσο θα υπάρχουν στη γη
καλοκαίρια
όσο θα γεμίζει από χρώμα
και φως η ματιά
όσο σαν άστρο λαμπρό
θα φέγγω τις νύχτες
στης ψυχής σου το διάφανο θόλο
η ζωή θα 'ναι ωραία...
Μαρία Γασπαράτου

Έτσι...δίχως αιτία...



Αυτό δεν το λεγες ζωή...
μέσα απ' τις ζωές των άλλων ζούσε
μόνος της στόχος το νοιάξιμο 
η δίχως τέλος προσφορά.
Οι χαρές καμιά πηγή προσωπική δεν είχαν
τα όνειρα της ήταν κι αυτά όνειρα ξένα.
Πίστευε πως έτσι γίνεται σαν αγαπάς
πως χρέος ήταν πριν απ' τον εαυτό σου
ν' αγαπάς τους άλλους.
Τώρα στον καθρέφτη μετρά ρυτίδες...
χαραγμένες στο πρόσωπο στερημένες στιγμές
πόθοι θαμμένοι στα πιο βαθιά της κύτταρα... 
Μάταια στο βλέμμα της τρέχει
να κρυφτεί το ανεκπλήρωτο...
μ' ενοχή κατεβάζει τα μάτια...
Τίποτα για κείνη... 
Τίποτα δεν έκανε...
κι ότι κι αν κάποιες σπάνιες φορές 
ξεκίνησε 
τ' άφησε στην αρχή του να σβήσει...
έτσι...δίχως αιτία...
και δεν είναι τόσο που τη φτωχούλα της ψυχή 
θυσίασε
είναι που πια ξεκάθαρα το βλέπει 
πόσο ήταν ανόητη ετούτη η θυσία...
Μαρία Γασπαράτου

Σαν πέφτει ο ήλιος

Σαν πέφτει ο ήλιος
μια μαχαιριά θαρρείς στον ουρανό
κόκκινο βάφει το δείλι...
στάζει μια θλίψη από ψηλά
κι αναρωτιέσαι τι είναι αυτό 
που στην ψυχή σου μια λύπη
απροσδιόριστη μα υπαρκτή αφήνει...
Είναι η αίσθηση μονάχα της φθοράς;
Είναι που έτσι όπως ο ήλιος σβήνει
νιώθεις πως κάθε τι ωραίο
μοιραία κάποτε τελειώνει;
Είναι κάποια ανερμήνευτη απειλή
που το επερχόμενο σκοτάδι κρύβει;
Είναι της πόλης της απρόσωπης
η αβάσταχτη ερημιά;
Η μήπως είναι που σαν απόκοσμη σκιά
κάθε ηλιοβασίλεμα σε βρίσκει πάντα μόνη;
Μαρία Γασπαράτου

Μέρες χειμώνα



Ναι βέβαια έτσι έπρεπε όλα να γίνουν
κι είναι η ζωή τακτοποιημένη και πλήρης 
σαν καλογραμμένο βιβλίο με εξώφυλλο πολυτελές 
και χαρτί illustration... 
κι είναι η ζωή πολύχρωμη φωτογραφία 
σε κορνίζα ασημιά...
όπως ακριβώς ονειρευόταν η μαμά της
όπως ακριβώς έπρεπε να ναι, 
ήσυχος για να κοιμάται ο μπαμπάς...
με περηφάνια και ανακούφιση
όπου βρεθούν 
την ευτυχία της περιγράφουν...
Μα φυσικά... είναι όλα σωστά καμωμένα...
Και τότε;
Τι 'ναι αυτό το παγωμένο αγέρι απ' το πουθενά
που μες στον πυρετό του Ιούλη μέσα της ξυπνά 
μέρες χειμώνα;
Μαρία Γασπαράτου

Μια οργισμένη κάτασπρη γραμμή



Κι έφευγε το πλοίο
κι άφηνε μια οργισμένη κάτασπρη γραμμή
στο σμαραγδένιο πέλαγος
και σ' έπαιρνε μαζί...
τόσο απλά...
σ' έπαιρνε λες και θα σε γύριζε σε λίγο 
πάλι πίσω.
Κι εγώ στης Παναγιάς το σπίτι το εκατόθυρο
έψαχνα μ' αγωνία το κρυμμένο μυστικό
το κουρσεμένο όνειρο
την τελευταία πύλη...
Στο πρώτο σφύριγμα 
στα πόδια μου έδεσα φτερά
πέταξα στο λιμάνι
ήθελα τόσα να σου πω...
κι ήταν ήδη το πλοίο μακριά
κι η κάτασπρη γραμμή ξεθώριαζε
σαν ίχνος κιμωλίας σε πίνακα γαλάζιο
που κάποιο χέρι παιδικό 
το έσβηνε μ' ένα σφουγγάρι.
Δε σε ξανάδα
και μέσα μου φωτιά
έμεινε αναμμένη η λαχτάρα 
κάποτε να σε συναντήσω...
μα από μακριά τις Κυριακές
όπως ηχούν οι πρωινές καμπάνες
κάτι μου λεν:
"Δε θα το βρεις το μυστικό
ούτε την πύλη της χαράς 
θ' ανοίξεις στην ψυχή σου.
Χάθηκε το κλειδί 
κάποιον Ιούλιο
μακριά 
σε κάποιο πλοίο που έφευγε
μα εσύ προτίμησες να μείνεις πίσω..."
Μαρία Γασπαράτου

Τι ψάχνεις τώρα;

Στην πλατιά αμμουδιά τα ζεστά μεσημέρια
ψυχορραγούσε η αγάπη...
καταδικασμένη λες απ' την αρχή
χαμένη από χέρι
μέσα σ' αδιέξοδα 
εγωισμούς
ανυποχώρητες θέσεις...
Την υπερτιμήσαμε ίσως
δεν ήταν όμως αρκετά δυνατή.
Μακάριοι στην άγνοιά μας
αδιάφοροι
αμετακίνητοι
ανάλγητοι
άκαμπτοι
με μια παραπλανητική
όσο και παράλογη πεποίθηση
πως ήμασταν τάχα ασφαλείς...
η άκρη του νήματος στα χέρια μου
στα χέρια σου η άλλη άκρη
με δύναμη τεντώναμε τεντώναμε
το σπάσαμε...
κάτω μας έριξε ετούτη η ορμή
χτυπήσαμε
ματώσαμε...
ο ένας τον άλλο πρώτα,
κι έπειτα τον ίδιο μας τον εαυτό
μισήσαμε...
Σίγουρα ήταν δυνατό
ίσως όμως δεν ήταν καν αγάπη...
τι ψάχνεις τώρα;
Κάτω από κάποιου Ιούλη το ανελέητο φως
τελειώσαμε...
Μαρία Γασπαράτου

Να φεύγω...



Να φεύγω...
με δυο φτερούγες γλάρου
στη θέση των κουρασμένων μου χεριών
ανάλαφρη σαν πούπουλο και δροσερή
σαν θάλασσας σταγόνα που δραπετεύει
την ώρα που με δύναμη 
πάνω στο βράχο σκάει το κύμα...
Να φεύγω...
ελεύθερη σαν φυλλαράκι τρυφερό
πέταλο μεταξένιο που το μελτέμι παρασέρνει
κάποιας σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί 
κόκκινης βουκαμβίλιας...
Να φεύγω... 
μονάχα μια ψυχή και δίχως σώμα
ολόκληρη μια πεθυμιά 
και μια λαχτάρα
μια δίχως τέλος και χωρίς αρχή Αγάπη
σαν άνεμος και σαν Θεός 
σαν δέσμη ολόχρυσου κι απόκοσμου φωτός
σε σένα να 'ρχομαι...
Μαρία Γασπαράτου

Πόρτες

Μα κάθε βράδυ...κάθε βράδυ...
Αυτό πια δεν είναι όνειρο...
εκδίκηση είναι...τιμωρία...
Πόρτες κλειστές σε δαιδαλώδεις διαδρόμους
πόρτες χρωματιστές 
πόρτες φωτεινές
όμορφες πόρτες
πόρτες που μοιάζουν γνώριμες...
και κοντοστέκομαι..πάντα το ίδιο δίλημμα
κάνω ν' απλώσω το χέρι
μα εκείνο πέφτει βαρύ σαν σίδερο
πριν καν αγγίξω το πόμολο...
και πίσω τους γέλια τραγούδια
χαρούμενες φωνές
και μπρος μου η σκοτεινιά του διαδρόμου...
κι εγώ σαν παιδάκι μικρό
που είναι απλωμένα γύρω του πολύχρωμα ζαχαρωτά
λαχταριστά κι ευωδιαστά
μα κλειδωμένα
μέσα σε διάφανες βιτρίνες...
Ξυπνώ και μέσα μου ξυπνά μια ακαθόριστη θλίψη.
Οι ίδιες κινήσεις κάθε πρωί.
Μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη.
Αγγίζω το πόμολο
ανοίγω την πόρτα
τη μόνη πόρτα
στο γκρίζο κόσμο...
Μαρία Γασπαράτου

Anastatica



Αλλάζουν πρόσωπα οι άνθρωποι...
ακόμα να το συνηθίσεις...
ανοίγεσαι, πληγώνεσαι, κλείνεσαι πάλι
κι αποσύρεσαι 
στη μέση της ερήμου...
εσύ μονάχα κι η σκιά σου 
δίχως ρούχα παραλλαγής
δίχως να σε απειλεί κάθε κίνηση
σε μια φύση εχθρική.
Ναι είναι όμορφα στη μέση της ερήμου.
Δεν υπάρχει πόνος δεν υπάρχει φόβος
δεν υπάρχει θάνατος 
και μόνο μακρινοί ακίνδυνοι ήχοι
και μόνο κοντινοί σωτήριοι ψίθυροι
δίχως μάσκες δίχως συμβιβασμούς
δίχως δεύτερες σκέψεις 
δεν έχει τόπο δεν έχει λόγο να κρυφτεί η αλήθεια.
Κι εσύ ένας μικρός κλειστός ανθός δίχως ρίζες...
σε παρασέρνει ένας άνεμος ζεστός
σε μια απόλυτη ελευθερία...
κάποιες στιγμές σαν ευλογία και σαν δροσιά
νιώθεις το χάδι του Θεού
κι ανοίγεις...
ένας μικρός ανθός στη μέση της ερήμου...
Anastatica...
Μαρία Γασπαράτου

Σαν τρένο ολόφωτο

Ήρθες χθες βράδυ σαν τρένο ολόφωτο
με βαγόνια φορτωμένα καλοκαίρια...
Πόσο ανάλαφρα κυλούσες
στις ράγες της μνήμης!
Μαζί σου σα χάδι ένας νοτιάς 
πέρναγε μέσα από υγρά αρμυρίκια
σκορπώντας στην ψυχή
σταγόνες θάλασσας...
Ένα άρωμα γλυκό πλουμέριας
μεθούσε τις αισθήσεις
ακύρωνε τον τόπο, το χρόνο, το σήμερα...
άλλαζε με μιαν ασύλληπτη ευκολία
επιλογές κι αποφάσεις ζωής...
Σαν τρένο ολόφωτο...
πέρασες μια στιγμή
κι έφυγες...
Χάραζε...
κάπου μακριά ένας ήλιος ανέτελλε
κι ένα περίεργο τρένο από σύννεφα
τα φώτα του έσβηνε
χανόταν στο Νότο
μαζί με τα πιο όμορφα
της ζωής μου καλοκαίρια...
Μαρία Γασπαράτου

Κάποιοι παράξενοι

Είμαστε κι εμείς κάποιοι παράξενοι
θαρρείς απ όλα ξεκομμένοι
που τίποτε
απ' όσα ευφάνταστα συμβαίνουν
δε μας αγγίζει
που ήρθαμε λες απ' αλλού
σαν πινελιές παράταιρες
σε ένα πολύχρωμο καμβά
δε μας ταιριάζει και πολύ
το μπερδεμένο φόντο...
κάποτε με αμηχανία κοιτάμε γύρω
σχεδόν με βλέμμα ενοχικό
για της ψυχής μας την άρνηση
για την αδύνατη ένταξη
για την απόσταση
που απ' όλα τα αδιάφορα κρατάμε
για την εκούσια μοναξιά...
Ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι
απλώς κομμάτια είμαστε
από άλλο υλικό
κομμάτια από αέρα και νερό
σ' ένα κόσμο αλλιώτικο
που είναι σχεδόν όλα φτιαγμένα
από ατσάλι και φωτιά...
Μαρία Γασπαράτου

Κάποιες σταγόνες χαράς

Μακραίνει ο δρόμος
και το κουβάρι που χρόνια ξετύλιγα
ξεφτίζει...
όπου να ναι θα σπάσει.
Πάει καιρός που πια κανείς δεν περιμένει
πάει καιρός που κι εγώ παραιτήθηκα.
Ίσως και να ταν ένα λάθος όνειρο
μια ρομαντική αυταπάτη
μια παραπλανητική εξιδανίκευση
μια ουτοπία.
Ίσως εκεί που ήθελα μονάχα να επιστρέψω
να ταν μια καλοκαιρινή ανάμνηση
ένα απομεσήμερο στην παραλία
μια στιγμιαία αίσθηση ευτυχίας.
Ίσως και να θελα μονάχα να κρατήσω
κάποιες αυγουστιάτικες σταγόνες χαράς...
παράταιρες...
σε μια παγωμένη χειμωνιάτικη βροχή
ένα ευωδιαστό αγιόκλημα
σε χαλάσματα στοιχειωμένα
ένα απρόσμενο γέλιο παιδικό
μέσα σε λυγμούς και κραυγές...
Κάποιες σταγόνες χαράς...
κι όσα πονάνε να ξεχάσω...
Πόσο έξω έπεσα...
Πόσο χρόνο έχασα...
Πόση ζωή χαράμισα αναπολώντας τι;
Λίγες σταγόνες χαράς...
παράταιρες...
σ' ενός γκρίζου τοπίου τη θλιμμένη βροχή...
Μαρία Γασπαράτου

Μια αόρατη γέφυρα

Στη μεγάλη σου απόφαση
στη χαρά μιας δικής σου μυστικής προσμονής
στο χαμόγελο που άξαφνα άνθιζε αυθαίρετα
στα μονίμως σφιγμένα σου χείλη
στο ανεξέλεγκτα τρελό χτυποκάρδι σου
απ τη σκέψη μιας άλλης
που κρυφά λαχταρούσες ζωής
στα φευγάτα ξενύχτια σου
στις δήθεν αναίτιες συχνές σου αϋπνίες
στο χαμένο σ' ένα άγνωστο όνειρο βλέμμα σου
στης ψυχής σου τις καλά κλειδωμένες ελπίδες
κάτι δικό μου έχω αφήσει ασυναίσθητα
μια ανάσα ένα δάκρυ μια θλίψη
σαν λάθος σφραγίδα...σα μουτζούρα
σ' ένα γράμμα που ήδη έχει φύγει...
κι αν που και που συννεφιάζει της ζωής σου την άνοιξη
κι αν κάπου κάπου τη χαρά σου πικραίνει
αλήθεια...δεν το θελα
κι είναι αργά πια...αυτό δεν αλλάζει...
θα ναι πάντα μια αόρατη γέφυρα...ένας δρόμος
που σε μένα κρυφά θα σε φέρνει...
Μαρία Γασπαράτου

Έφευγα...

Πονούσα μα δεν έβγαζα μιλιά...
σε μια γωνιά
στην άκρη της σκοτεινής σου κάμαρας...
αν ήταν βέλη οι λέξεις σου
θά 'τανε σίγουρα διάτρητοι 
οι ξεβαμμένοι τοίχοι...
κι εγώ δεν έβγαζα μιλιά...
σκούπιζα μόνο με μικρά λευκά χαρτάκια
τα ατίθασά μου δάκρυα
κρυφά...να μη με δεις
να μη σου δώσω τη χαρά μιας παράλογης νίκης...
πονούσα μα δεν έβγαζα μιλιά...
κι εσύ με μιά ανόητη αίσθηση υπεροχής
συνέχιζες τα βέλη σου να ρίχνεις
σίγουρος πως θα υπάρχω πάντα
εκεί...σε μια γωνιά
στην άκρη της σκοτεινής σου κάμαρας
μέσα στην αυταπάτη σου ασφαλής
και δεν το πρόσεξες...
με τα λευκά
τα ποτισμένα απ' τα πικρά μου δάκρυα χαρτάκια
βαρκούλες έφτιαχνα...
άγκυρες σήκωνα...
έφευγα...
έφευγα...
έφευγα...
Έφυγα.
Μαρία Γασπαράτου

Έτσι της έλεγαν...

Έτσι της έλεγαν...
πως είναι τα πετάγματα επικίνδυνα
και πως δεν ήτανε γι αυτήν οι ουρανοί.
Έτσι της έλεγαν...
και κάποτε 
κάποια που τόλμησαν φτεράκια
να φυτρώσουν
στους τρυφερούς της ώμους
τα έκοψε.
Τους πίστεψε...
δεν πέταξε ποτέ...
Θυμάται τώρα μ' ένα παράπονο
τα καλοκαίρια...
μες στην ψυχή της την ταραχή
κάθε φορά που ακολουθούσε
με το θλιμμένο βλέμμα της
τους γλάρους...
θυμάται τώρα με μια πίκρα
της καρδιάς της το φτερούγισμα...
με οργή θυμάται την εκούσια φυλακή...
τι κι αν έτσι της έλεγαν...
δε φταιν αυτοί...
εκείνη φταίει που κάποτε ξερίζωσε
από τους τρυφερούς της ώμους
τ' άσπρα της νεογέννητα φτερά...
Μαρία Γασπαράτου

Ακόμα ονειρεύεται...

Ακόμα ονειρεύεται...
τα μακρινά πλοία
τους αθέατους ορίζοντες...
όλα όσα δεν ήρθαν...
αυτά που προσκάλεσε
κι αυτά που δεν τόλμησε
αυτά που περίμενε
κι αυτά που πια δεν προσμένει...
πάντα σ' ένα λιμάνι απάνεμο
πάντα σε μια ήσυχη ακτή
τίποτε να μη διακινδυνεύσει
να νιώθει προ πάντων ασφαλής...
Το βλέμμα της δε φτάνει ποτέ μακριά...
κλειστή η θάλασσα
σκαλώνει πάνω σε γκρίζους όγκους...
μα αυτή ακόμα ονειρεύεται...
εκεί που κοιτά δεν υπάρχει ορίζοντας
κι απ' όσα σταμάτησαν πλοία
κανένα δεν πήρε...
βλέπεις είναι ακριβό συνήθως
κι αβέβαιο το όνειρο
τρομάζει το τίμημα...
η ευτυχία τρομάζει
αν η ψυχή είναι δειλή...
Μαρία Γασπαράτου

Ερωτηματικό

Θ' αποκεφαλίσω αυτό το ερωτηματικό...
η μικρή του τελεία σαν πρόσωπο εχθρικό
με χλευάζει...
σαν ηφαιστείου κρατήρας απειλεί να εκραγεί...
σαν σκοτεινός παγωμένος πλανήτης
στης ζωής μου το σύμπαν
τον ήλιο καλύπτει...
σαν μαύρος βυθός
στης ατέλειωτης προσμονής μου τη θάλασσα,
τις ελπίδες μου, τις όμορφες σκέψεις
κι ότι απέμεινε ωραίο
ζητά να καταπιεί...
σαν τέλος και σαν θάνατος
με τρομάζει...
δε θα τ' αφήσω...
με κινήσεις σταθερές
θ' αποκεφαλίσω αυτό το ερωτηματικό...
να μείνει ένα όμορφο κόμμα
μια υπόσχεση
μια ανοιχτή αγκαλιά
μια καμπύλη ζεστή κι ασφαλής
να 'ρθεί να φωλιάσει το αύριο...
Μαρία Γασπαράτου

"Δεύτερη ζωή δεν έχει"

Νόμιζες πως αιώνια θα 'ταν η ανατολή
και πως θα εναλλάσσονταν άνοιξη-καλοκαίρι
κι ούτε βροχές θα γνώριζε ο καιρός,
ούτε και παγωνιά
κι ό,τι όμορφο, 
αναλλοίωτο πως θα 'μενε στο χρόνο,
πως το τραγούδι των πουλιών, δε θά 'παυε ποτέ...
απίθανη προοπτική φάνταζε η φθορά...
οι δρόμοι προσπελάσιμοι έδειχναν...ωραίοι...
Κι η νιότη ανυποψίαστη με πέλματα γυμνά
περπάτησε και μάτωσε
σε πέτρες αιχμηρές και σε κρυμμένα αγκάθια...
τόσο απερίσκεπτη
με μια εγωιστική κι ανόητη σιγουριά...
γελάστηκε...
Κάποτε ήρθαν οι βροχές,
τα χιόνια πάγωσαν τα τρυφερά της πόδια,
τα χέρια γέμισαν πληγές...
κάποτε σώπασαν τ' αηδόνια...
Τώρα στη μέση πια της διαδρομής
καθώς σε χαιρετά,
κουνά μ' ένα παράπονο το ωραίο της κεφάλι...
κι εσύ το παραδέχεσαι...υπήρξες αφελής
όσο κι αν η ψυχή σου δε τ' αντέχει...
μα ό,τι φεύγει δεν γυρνά...
γιατί όπως είπε κάποτε κι ο ποιητής:
"Πάντα, πάντα θα 'ναι αργά,  
δεύτερη ζωή δεν έχει"...

Μαρία Γασπαράτου





Σύννεφα λερωμένα

Απ' όλα σου τα όμορφα φορέματα
δε διάλεξες κανένα να φορέσεις...
τόσα γαλάζια κόκκινα πρασινωπά
με κεντημένες θάλασσες
και ανθισμένους κάμπους...
τίποτα...
παρά μονάχα στους ροδαλούς σου ώμους
σύννεφα λερωμένα έριξες και φεύγεις.
Μοιάζεις σα να μετάνοιωσες που ήρθες
γιατί δεν σε τιμήσαμε αρκετά...
κι αλήθεια έτσι είναι...
τα μάτια πια έχουν γεμίσει τόσο γκρίζο
που μέσα του χαθήκανε
τα ωραία χρώματα σου...
κι έτσι όπως φεύγεις σκόνη αφήνεις
τον ήλιο κρύβεις
την πόλη πνίγεις
μέσα σ' έναν αρρωστημένο κίτρινο ουρανό...
Κοιτώ το ημερολόγιο...
πότε ήρθες πότε φεύγεις...
μια ολόκληρη εποχή
κι εμείς χαμένοι σ' αδιέξοδα
ούτε που νιώσαμε
την ευωδιά ενός ρόδου Απριλιάτικου
ούτε χαρήκαμε
του Μάη ένα ανθισμένο δειλινό.
Δεν προσπαθήσαμε ίσως αρκετά...
ποιος ξέρει;
Μαρία Γασπαράτου

Ένα γεμάτο φεγγάρι

Όλα γύρω άδεια...
και μόνο ένα γεμάτο φεγγάρι...
μια πύρινη τρύπα στο σκοτεινό παρόν
σαν σκουριασμένος οβολός
σαν ξεχασμένο τάμα
προσφορά σε κάτι που χάθηκε...
σ' ένα παράξενο καιρό...
τότε...
που ό,τι ωραίο υπήρχε το φυλάκισε
σε ψεύτικους πύργους...
σε φθαρμένες σελίδες παλιών παραμυθιών.
Ό,τι ακέραιο κι αληθινό το πέταξε
σε μιας ανόητης ματαιοδοξίας τον απύθμενο κάδο.
Ό,τι ελεύθερο κι αγνό το πούλησε
σε πλανόδιους εμπόρους σαθρών ευκαιριών.
Νύχτωσε απότομα...
Με μάτια που καίνε κοιτάζει το δρόμο...
Πόσο επικίνδυνα στενεύει!
Πάει καιρός που πια δε φαίνεται η θάλασσα...
στέρεψε...
Κι εκείνο το πλοίο που πρόσμενε
δεν πρόκειται να 'ρθει.
Στέγνωσαν όλα...
άδειασαν...
και μόνο ένα γεμάτο φεγγάρι...
μια πύρινη τρύπα στο σκοτεινό παρόν
σαν σκουριασμένος οβολός
σαν ξεχασμένο τάμα
προσφορά σε κάτι που χάθηκε...
Μαρία Γασπαράτου