Αναγνώστες

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Να υψωθεί η αγάπη

Σημαδεύω τη σκοτεινή σου σιωπή...
Δύσκολος στόχος...
Πως να εντοπίσω μια νύχτα μες στη νύχτα...
Στέκεσαι απέναντί μου...
καλυμμένος ολόκληρος
με το βαθύ σκούρο κι άκαμπτο
πέπλο του παράλογου...
αποφασισμένος να υπερασπιστείς
της ψυχής το πυκνό σου σκοτάδι...
εκνευριστικά αδιαπραγμάτευτος...
εγκληματικά αμετάκλητος...
βαφτίζεις το πείσμα σου άμυνα
κι επιμένεις να γίνεσαι νύχτα
μέσα στη νύχτα...
βυθός μέσα στο βυθό...
σιωπή μέσα στη σιωπή...
Μα κι εγώ απ' την άλλη...
το ίδιο αποφασισμένη...
φωτιά θα κάνω την αγάπη...
αστραπή θα γίνω απόψε...
κεραυνός...
θα φωτίσω το μαύρο σου...
θα το κάψω...
κι ας καώ κι εγώ...
ας γίνω μια φευγαλέα λάμψη
μες στη νύχτα σου...
μια κραυγή στη σιωπή σου...
ένα φλεγόμενο "σ' αγαπώ"
στο βυθό της ψυχής σου...
να με νιώσεις μέσα σου...
να καίω όλες τις άμυνες...
ζωή να γεννηθεί απ' τις στάχτες...
σαν φλόγα να υψωθεί η αγάπη...




Κι ας ήθελα...

Σάββατο βράδυ...
σελήνη έγινα στον ουρανό σου...
κι ας ήθελα μόνο να γίνω αστραπή...
ποτέ δεν κατάφερα λίγα να δώσω...
μια λάμψη που λίγο κρατάει
δεν είναι αρκετή...
κι εγώ να χαρίσω στη νύχτα σου
ήθελα όλο το φως μου...
Πανσέληνος έγινα...
λαμπερά μεταξένια αγγίγματα
άπλωσα πάνω σου...
κι άφησα λέξεις αστέρια
μ' αργυρόχρυσα γράμματα
στην ψυχή σου βαθιά
να χορεύουν
σε μια ξέφρενη αγάπης γιορτή...
Κι ας έλεγα φωτιά πως θα γίνω
να κάψω τη νύχτα...
έγινα ασημένια βροχή...
δροσιά βραδινή
στης αβάσταχτης προσμονής
τον ψηλό πυρετό σου...
Και να...πέρασε κιόλας η νύχτα...
Κυριακής ξημερώματα...
Συννεφιά και βροχή...
μα ήλιος θα γίνω...
να χαρίσω στη μέρα σου όλο
το φως μου...
κι ας ήθελα μόνο μια φλόγα να γίνω...
μια φλόγα που λίγο κρατάει
και σβήνει
δεν είναι αρκετή...
Κι εγώ...
ποτέ δεν κατάφερα λίγα να δώσω...

Η ποτέ σου...η τώρα

Μυστικά περάσματα αφήνω ανοιχτά.
Προχώρα.
Απλώνω χάρτες, σου δίνω κλειδιά.
Ήρθε η ώρα.
Κι εκείνες τις πόρτες που πάντα τις είχα κλειστές,
τις ανοίγω.
Οι δρόμοι προσμένουν να 'ρθεις.
Μην αργείς. Εδώ θα με βρεις.
Για πρώτη φορά δε θα φύγω.

Κι αν πάντα σαν πέστροφα
γλιστρούσα και ξέφευγα
και μες στην ψυχή μου βαθιά
δεν μπορούσες να μπεις
κι αν δεν σου επέτρεπα
τον κρυφό μου τον κόσμο να δεις,
μην αργείς.
Ήρθε η ώρα.
Κι ας ήμουνα πάντα για σένα
μια άγνωστη χώρα
γεμάτη τοπία θολά κι ασαφή.
Μη φοβηθείς.
Μέσα μου μια ζωή κατοικείς.
Πατρίδα σου είμαι ως χθες μακρινή.
Προχώρα.
Οι δρόμοι είναι πια ανοιχτοί.
Ή ποτέ σου ή τώρα.

Την ψυχή μου αφήνω αφύλαχτη πια.
Προχώρα.
Γκρεμίζω κάστρα και τείχη ψηλά.
Ήρθε η ώρα.
Τους γρίφους που άλυτοι ήταν ως χθες,
τώρα λύνω.
Οι αλήθειες προσμένουν να 'ρθείς.
Μην αργείς. Εδώ θα με βρεις.
Για πρώτη φορά δε θα φύγω.

Χαμένος ορίζοντας

Μέσα από πρίσμα θαρρείς πως κοιτώ
κάποια κομμάτια ζωής ξεφτισμένα...
Ίσως να φταίει το φίλτρο του χρόνου
που παρεμβάλλεται αυθαίρετα...
Ίσως πάλι να φταίει ένα παλιό
και σχεδόν ξεχασμένο παράπονο
που οι εικόνες θολώνουν...
Η ακόμα κι εκείνη η ομίχλη
που σαν θάνατος
τα πάντα κάλυπτε...
τα υγρά πρωινά...
στη μακριά παραλία...
Νιώθω ακόμα της θάλασσας
τη βαριά μυρωδιά
έτσι όπως μονότονα
και βαριεστημένα ανάσαινε
ο Μπάτης...
Βλέμμα εγκλωβισμένο...
Διάφανα άκαμπτα κάγκελα
γύρω απ' τη σκέψη...
Πίσω από πανύψηλα αόρατα τείχη
παγιδευμένη η ψυχή...
Κι ο ορίζοντας πάντα χαμένος...
Πάντα...
Πως να ονειρευτείς που τα όνειρα
βιαστικά τα κατάπινε η θάλασσα...
Σε ποιον ουρανό το βλέμμα ν' απλώσεις
που ένα γκρίζο καπέλο συνήθως φορούσε
η μέρα...
Ανύπαρκτος ήλιος...
βαριά καταχνιά...
Κι εγώ... μια γκρίζα σκιά
σ' ένα κόσμο γεμάτο από γκρίζες σκιές...
Λες κι ήμασταν όλοι από πάντα χαμένοι...
Πως να ζήσεις...
σ' ένα τόπο που θαρρείς
τον κατάπινε η θάλασσα βιαστικά...
τα υγρά πρωινά...
στη μακριά παραλία...
Φρένο στα άτυχα όνειρα
ο χαμένος ορίζοντας...

Μοίρα σελήνη

Κι αν καρυδότσουφλο μοιάζει η ζωή μου
σε μια αφιλόξενη άγρια θάλασσα
κι αν κάθε τόσο τα βράχια αγγίζω
θα το παλέψω...
δε θα πνιγώ...
Κι αν έτσι ήτανε το ριζικό μου
και της ζωής μου το γραμμένο
μέσα στο μάτι ενός κυκλώνα
άξαφνα κι άδικα να βρεθώ
δε θα λυγίσω...
δε θ' αφεθώ...
Κι αν μοιάζει η μοίρα μου με τη σελήνη
κι είναι η όψη της σε μένα αθέατη
κάποια πλευρά της το ξέρω...λάμπει...
κι ας μην χαρίζει
το όμορφο φως της
στον σκοτεινό μου τον ουρανό...
δεν κάνω πίσω...
θ' αγωνιστώ...
Το πρόσωπο της θα το γυρίσω...
κι έτσι αναπάντεχα θα καταφέρω
μες στο ασήμι της να κολυμπήσω...
στο αργυρόχρυσο άπλετο φως της
την ευτυχία μου θα ξαναβρώ...

Στο βλέμμα μου φως

Προσπάθησα τόσο...
να χωρέσω στον όμορφο κόσμο τους...
μια θέση να βρω..μια γωνιά...
να νιώσω πως κάπου ανήκω...
Προσπάθησα τόσο...
να μοιάσω στα ωραία τους πρότυπα...
φόρεσα μάσκες...
στολές και παράσημα...
στα μάτια γυαλιά...παραμορφωτικά...
γελοίες σημαίες στα χέρια μου κράτησα
και κούφια συνθήματα φώναξα...
και χάθηκα...
σε ιδέες και χρώματα
που αμέσως ξεθώριασαν
πριν καν τα γνωρίσω...
Προσπάθησα μάταια...
Ώσπου κάποια στιγμή
στον καθρέφτη κοιτάχτηκα...
Με είδα...και δεν μ' αναγνώρισα...
Σ' έναν τόπο που καίγεται...
με πόδια γυμνά...πληγωμένα
από ανθόσπαρτους δρόμους
που κρύβουν αγκάθια...
με άδεια κι αδύναμα χέρια
που κρέμονται άχρηστα...
Προσπάθησα...
Απέτυχα...
Και τώρα μηδένισα χιλιόμετρα άσκοπα
σε ανόητους δρόμους...
Αλλάζω πορεία...
Δε θέλω ν΄αρέσω στον όμορφο κόσμο τους...
Δε θ' απαιτήσω ούτε εκείνος
ν' αρέσει σε μένα...
Ξαφνικά στον καθρέφτη μια λάμψη...
Στο βλέμμα μου φως...
Εντός μου είναι ο δρόμος...
και πια είναι μονόδρομος...

Θα 'θελα...

Θα 'θελα να 'μαι στα πρωινά σου
του ήλιου η πρώτη χρυσή αχτίδα...
χάδι ζεστό στο πρόσωπο σου... 
να σε ξυπνάω απαλά...
κι όταν ανοίγεις τα βλέφαρα σου
να 'ναι το βλέμμα σου μία παγίδα...
σαν πεταλούδα να φυλακίζομαι
στην ακριβή σου πρώτη ματιά...
Θα 'θελα να 'μαι στα καλοκαίρια σου
ο πρώτος μήνας...
να 'μαι ο Ιούνης...
δίχως εμένα να ξεκινήσει το καλοκαίρι
δε θα μπορεί...
Να με προσμένεις όλο λαχτάρα...
να ξαναγίνεσαι πάλι μικρούλης...
να ξανανιώνεις στην αγκαλιά μου...
να νιώθεις μέσα σου μικρό παιδί...
Κι αν ότι θα 'θελα για σένα να 'μαι
μοιάζει σενάριο φανταστικό
κι αν ακατόρθωτα όλα φαντάζουν
κι εγώ ανόητη...πολύ φοβάμαι...
όσα δε γίνονται δε με πειράζουν...
είμαι η αγάπη σου...
κι είναι αρκετό...

Σ' ένα ανύπαρκτο γαλάζιο

Θ' αρχίσουν πάλι οι βροχές...
περίεργο φαντάζει αυτό το καλοκαίρι...
σα να μη θέλει ακόμα να' ρθει...
σα να μην είναι ακόμα η στιγμή...
κι ας το περίμενα σαν όαση...
χαμένη μέσα σε γκρίζες αχανείς βραδιές...
Έτσι είπαν... πως από αύριο θ' αρχίσουν
πάλι οι βροχές...
θα σηκωθώ μέσα σε μια συννεφιασμένη μέρα...
ανόρεχτα θα πλησιάσω στο παράθυρο...
και θα κοιτάξω μακριά...
όσο μακριά φτάνει το μάτι...
πάνω απ' τις τσιμεντένιες στέγες των σπιτιών...
θα φανταστώ πως κάπου εκεί
με περιμένει η θάλασσα
και θα βουλιάξω
μέσα σ' ένα ανύπαρκτο γαλάζιο...
στα χάδια κάποιου ανύπαρκτου ήλιου θα αφεθώ...
τα μάτια μου θα κλείσω...
θα ονειρευτώ τη θάλασσα που δεν υπάρχει...
τον ήλιο που δεν θα 'χει βγει...
το καλοκαίρι...
που κι ετούτη τη φορά δεν ήρθε...

Ξεχασμένη τελεία

Πλησιάζω επικίνδυνα
σε κάποια που ποτέ 
δεν έκλεισα παράγραφο
σ' ένα παλιό χειρόγραφο βιβλίο...
Μοιάζει με λάμα μαχαιριού
η τελευταία φράση...
με στόμα θηρίου
παραπλανητικά κλειστό...
που περιμένει την κατάλληλη στιγμή
να με καταβροχθίσει...
Είναι που λείπει μια τελεία...
κι άφησε μιά παράγραφο ημιτελή...
Έμεινε ανοιχτός ένας που θα πρεπε
να είχε κλείσει δρόμος...
ένα κενό που μοιάζει με υπόσχεση
και που δεν πρόκειται ποτέ να τηρηθεί...
μια πόρτα ορθάνοιχτη που με εμπαίζει
και φέρνει μπρος στα μάτια μου
μια όμορφη κι απρόσιτη προοπτική...
Σ' ένα παλιό χειρόγραφο βιβλίο,
σε μιά μοιραία τελευταία φράση
που επαναστάτησαν οι λέξεις,
πριν αποδράσουν
κι απαιτήσουν την ψυχή μου
βάζω την ξεχασμένη μου τελεία...
να υποταχθούν τα γράμματα...
ν' αλλάξουν τα νοήματα...
να κλείσει το κεφάλαιο...
ν' αλλάξει η σελίδα...

Μείνε μακριά μου

Πρωταγωνιστώ
σε παρασκήνιο σκοτεινό...
ερήμην μου...
Διαπεραστικό ακούγεται
ένα σφύριγμα...
Σα να 'ρχεται για μένα κάποιο πλοίο
χωρίς να 'χω καμιά διάθεση μ' αυτό
να ταξιδέψω...
Ηλεκτροφόρα τα λόγια σου...
Ανάμεικτη μια απειλή και μια ανάγκη...
Μείνε μακριά μου...
Στενός ο τόπος μου
και δε χωράνε τα όνειρα σου...
ακούσια σ' αυτά συμμετέχω...
Ρόλους παράταιρους μου δίνεις...
εξουσίες ανάρμοστες...
Αρνούμαι να υπάρξω στον κόσμο σου...
κι εσύ ψηλά σε κάποιο βάθρο
μου ετοιμάζεις θρόνο...
Σε ψευδαισθήσεις χάνεσαι...
σ' επιθυμίες καταδικασμένες...
Χάνεις τον έλεγχο...
Χάνεις την ψυχή σου...
Ξοδεύεσαι άσκοπα...
Το δικό μου ταξίδι άρχισε...
κι εσύ τρέχεις ασθμαίνοντας...
Δε θα προλάβεις...
Δεν πρόκειται ποτέ
να μ' ανταμώσεις στις αφίξεις...
Μείνε μακριά μου...
Άκου τι μυστικά σου ψιθυρίζει η νύχτα...
μες στο δικό σου όνειρο
θα είμαι πάντα μια παραίσθηση...

Στην άκρη του δρόμου

Ανασαίνω μια αλήθεια περίεργη...
οξυγόνο μαζί με αιθέρα...
Ζαλίζομαι...
Στο δρόμο που μ' άφησες
στέκομαι ακίνητη...
περιμένω...
Τα φανάρια εδώ δεν ανάβουν ποτέ...
Οι πύρινες λέξεις σου
περνούν με ταχύτητα...
Τα λόγια σου τρελά τροχοφόρα...
Σταμάτα επιτέλους...
Θέλω τόσο να περάσω απέναντι...
Είναι κοντά η θάλασσα...
Πάντα αγαπούσα τη θάλασσα...
κι όμως στέκομαι ακίνητη εδώ...
περιμένω...
σωπαίνω...
στην άκρη του δρόμου που μ' άφησες...
Και ψηλά ένας ήλιος σκληρός
που τα πάντα φωτίζει...
προβάλλει αλήθειες...
καίει της ψυχής τ' αποθέματα...
τις λιγοστές τελευταίες μου άμυνες...
στάχτη σε λίγο θα γίνω...
εδώ..
στο δρόμο που μ' άφησες...
Τα φανάρια ποτέ δεν ανάβουν...
κι εγώ θέλω τόσο να περάσω απέναντι...
να προφτάσω...
πριν έρθει η νύχτα...
να προλάβω...
να δω τον ήλιο να δύει στη θάλασσα...

Δε με κράτησες

Στις κρυφές του μυαλού σου
αποδράσεις
μ' ανταμώνεις ξανά...
στα λευκά ξωκλήσια...
τα χρυσά δειλινά
στις Κυκλάδες...
Μ' ένα άσπρο φουστάνι
σαν φτερούγα
ν' ανοίγει στον άνεμο...
όμοια με γλάρο κι εγώ...
με λαχτάρα να κοιτώ
τα καράβια...
Στην ψυχή σου ένα σκίρτημα
που βαθιά σε πονά...
Μια φυγή σαν πληγή
από σουγιά στην καρδιά...
Ένα αντίο στην υγρή μου
τελευταία ματιά...
Ήμουν ήδη πριν φύγω
πολύ μακριά...
Δε με κράτησες...
Στις κρυφές του μυαλού σου αποδράσεις
μ' ανταμώνεις ξανά...
φορώ πάντα ένα άσπρο φουστάνι...
όμοια με γλάρο κι εγώ...
με λαχτάρα κοιτώ τα καράβια...

Μαρία Γασπαράτου




ΔΕ ΜΕ ΚΡΑΤΗΣΕΣ

Στις κρυφές του μυαλού σου αποδράσεις
μ' ανταμώνεις ξανά,
στα λευκά ξωκλήσια, τα χρυσά δειλινά,
στις Κυκλάδες που δεν θα ξεχάσεις.
Μ' ένα άσπρο φουστάνι σαν γλάρου φτερό
πρωινά, μεσημέρια και βράδια
σαν απόκοσμο πλάσμα και σαν αερικό
με λαχτάρα να κοιτώ τα καράβια.

Στην ψυχή σου ένα σκίρτημα
που βαθιά σε πονά.
Μια φυγή σαν πληγή
από σουγιά στην καρδιά.
Ένα αντίο στην υγρή μου
τελευταία ματιά.
Ήμουν ήδη πριν φύγω
πολύ μακριά.
Δε με κράτησες...

Στις κρυφές του μυαλού σου αποδράσεις
μ' ανταμώνεις ξανά
με μια δίψα στο βλέμμα σαν άγρια φωτιά
που δεν μπόρεσες να τη δαμάσεις.
Η ψυχή μου βαρκούλα να υψώνει πανιά
γι άλλους τόπους μακριά να σαλπάρει,
να ζηλεύω θυμάσαι τα άσπρα πουλιά,
τα ταξίδια που κάναν οι γλάροι.

Μαρία Γασπαράτου

Αυτοί οι λίγοι

Υπάρχει άραγε
κάποια ελπίδα για την ποίηση,
έτσι όπως βρίσκεται
σαν σπάνιο άνθος
στην κορυφή ενός βουνού;
Πόσοι είναι άραγε αυτοί
που θα τολμήσουν
την ανηφόρα ν' αψηφήσουν
και που θ' αντισταθούνε
σε φτηνά πολύχρωμα καλέσματα
του νου;
Πόσοι είναι άραγε αυτοί
που από την άνεση του κάμπου
θα κινήσουν
και θ' ανεβούν στο κακοτράχαλο βουνό
απλά και μόνο την ευωδιά του άνθους
να μυρίσουν;
Υπάρχει άραγε ελπίδα για την ποίηση
με μακρινή παραδεισένια ακτή
έτσι όπως μοιάζει;
Πόσοι είναι άραγε αυτοί
που θα το αποφασίσουν
τη σιγουριά τους ν' αρνηθούν
και το κοσμοπολίτικο λιμάνι;
Πόσοι είναι άραγε αυτοί
που της στεριάς το βόλεμα θ' αφήσουν
και για ένα δύσκολο ταξίδι
θα κινήσουν
απ' όπου δεν υπάρχει επιστροφή;
Λίγοι είναι τελικά...
μα δεν πειράζει...
και το ταξίδι είναι μακρύ...
Οι λίγοι αυτοί θα πορευτούνε μόνοι...
μα για να μείνει ζωντανή μια κάποια ελπίδα
ίσως αυτοί οι λίγοι τελικά...
να είναι αρκετοί...

Της νύχτας τα στοιχειά

Αγκάλιασε με δυνατά...
θα 'ρθουν και σήμερα της νύχτας
τα στοιχειά να με φοβίσουν...
με προσωπεία άσχημα τρομαχτικά
μες στο σκοτάδι θα μου ψιθυρίσουν
πως ούτε αυτό το καλοκαίρι
ήρθε για μένα...
Αγκάλιασε με δυνατά...
να μη μου φύγει τρομαγμένη η αντοχή
κι ότι καλό μου 'χει απομείνει στην ψυχή
μακριά μην τρέξει...
εδώ να μείνει...
στην αγκαλιά σου να κρυφτεί
και πάλι στην ψυχή μου να επιστρέψει...
Αγκάλιασε με δυνατά...απελπισμένα...
σα να 'τανε σε λίγο να με χάσεις...
σα να 'μαι καμωμένη από βροχή
με ένα σώμα που σαν το νερό γλιστρά...
σφιχτά να μ' αγκαλιάσεις...
τους δυό σαν ένα να μας βρει η ανατολή...
Της νύχτας τα στοιχειά
κάτω από της αγάπης μας το φως
θα γίνουν λιώμα...
κι όπως ο ήλιος πάνω στα χείλη σου
απ' το παράθυρο θα μπει και θα καθίσει,
θα με φιλά κι αυτός με το δικό σου στόμα...
Μες στο φιλί του μια χαρά τρελή...
πρωτόγνωρη θα φέρει...
και με μια αγάπη αναπάντεχα ζεστή
θα με γεμίσει...
και ίσως τότε...
νιώσω κι εγώ πρώτη φορά
πως ήρθε και για μένα
αυτό το καλοκαίρι...

Συννεφιασμένη μέρα

Συννεφιασμένη μέρα...
κι ένα γυμνό παράπονο 
βαθιά μες στην ψυχή
μια αχτίδα ήλιου ζητιανεύει...
μια στάλα φως
από το γκρίζο του ν' απαλλαγεί...
κι ένα αμυδρό χαμόγελο σαν
μεταξένιο ρούχο να φορέσει...
Συννεφιασμένη μέρα...
πάλι το πάει για βροχή...
Θυμάσαι αλήθεια
κάποιο παλιό δικό μας καλοκαίρι...
έβρεχε πάλι τέτοια εποχή...
λες κι ο θλιμμένος ουρανός
το γνώριζε..
πως ήτανε για μας
το τελευταίο καλοκαίρι...
Συννεφιασμένη μέρα...
έρχεται σίγουρα βροχή...
και το μυαλό παλεύει να ξεφύγει...
μα είναι ένα παράπονο
γυμνό μες στην ψυχή
που σιγοψιθυρίζει
κάθε φορά που έρχεται
ο Ιούνιος βροχερός...
ψάχνει για λίγο φως...
και με τα υγρά του κρύα δάχτυλα
σκάβει μες στην ψυχή βαθιά...
και μια παλιά πληγή
που αιμορραγεί
ακόμα πιο βαθιά ανοίγει...
Συννεφιασμένη μέρα...
σίγουρα έρχεται βροχή...ξανά...

Με νεύρα πάνω απ' το κεφάλι

Κάποια στιγμή θα πάρω ανάποδες...
και θα με δεις
όπως ποτέ σου δε με είδες...
Θα τρελαθώ...
και θα θολώσει το ματάκι μου...
και συ θα τρέχεις να σωθείς
απ' όσες
θα με συνοδεύουν καταιγίδες...
Θα ανεβούν τα νεύρα
πάνω απ' το κεφάλι μου...
κι εσύ θα τρέμεις
σαν ψαράκι έξω απ' τη γυάλα...
γιατί θα ξέρεις πως ευθύνεσαι
γι αυτό το χάλι μου...
μα θα 'ναι αργά...
θα σ' έχει πάρει από κάτω η μπάλα...
Θα με κοιτάς...
που τα μαλλιά μου θα 'ναι όρθια...
σα να 'χω πάθει ηλεκτροπληξία...
και θ' απορείς...
που απ' το ρεύμα δε σκοτώθηκα...
όμως δε θα 'ναι αυτό...
απλώς θα έχω πάθει υστερία...
Κάτω από το τραπέζι
τρομαγμένος θα μου κρύβεσαι...
και θα λυπάσαι
για τα μαύρα σου τα χάλια...
και δεν θα βρίσκεις τρόπους
να αμύνεσαι
σαν θα χορεύουν γύρω σου
πιρούνια και κουτάλια...
Πελώρια κύματα θυμού
άγρια θα ξεσπάσουνε...
κι εσύ
θα ψάχνεις τρόπο να ξεφύγεις...
γι αυτό
προτού με οργή τα χέρια μου
σε πιάσουνε
καλύτερα να βρεις καράβι
για να φύγεις...😅

Μαρία Γασπαράτου





Μάτια άδεια

Η αγάπη μια κιθάρα ξεκούρδιστη...
αφήνει απ' τα σπλάχνα της
νότες που κλαίνε...
Τραγουδά παράφωνα η νύχτα...
Μια φάλτσα ορχήστρα ο ουρανός...
σύννεφα βαριά
άτεχνα χτυπούν το φεγγαρένιο ντέφι...
Σ' ένα παράταιρο ρυθμό
τ' αστέρια χορεύουν άναρχα...
ζαλίζονται...μπερδεύονται...πέφτουν...
Παράξενη γιορτή μοιάζει
να έχει απόψε η νύχτα...
κι εμείς βουβά συμμετέχουμε...
Διάσπαρτα γύρω σημάδια φθοράς...
μαραμένα πέταλα διαλυμένων λουλουδιών
με μανία μας ραίνουν...
Κάτι χάλασε...
κάτι έσπασε...
κάτι τελειώνει...
Κλείσε τα φώτα...
Γιατί ν' ανταμώνουν τα βλέμματα
αφού τόσο απροκάλυπτα
απομακρύνονται οι ψυχές...
έτσι κι αλλιώς πια οι ματιές
μοιάζουν με βέλη που πληγώνουν...
Καλύτερα ν' αφήσουμε
τη νύχτα στο σκοτάδι...
Καλύτερα...
τα μάτια ν' απαλλάξουμε...
να πάψουν πια
με μάτια άδεια από αγάπη
ν' ανταμώνουν...

Αλλάζουν οι άνθρωποι

Παρ' το απόφαση λοιπόν...
αλλάζουν κάποτε οι άνθρωποι
και πρόσωπα κι επιλογές και δρόμους...
Τίποτε ίδιο δε μένει...
Αισθήματα...εντυπώσεις...
συμπεριφορές...
Αλλάζουν δυστυχώς οι άνθρωποι...
ξεχνούν και σε ξεχνούνε...
λόγια...χαμόγελα...αγκαλιές...
αγάπης βλέμματα...υποσχέσεις...
σαν σπάνια λαμπερά κοχύλια
στην ακτή
τα παίρνει ξαφνικά το κύμα
και χάνονται απ' τα μάτια σου...
κι αναρωτιέσαι αν υπήρξαν άραγε ποτέ
η αν κάποια βαθιά κρυμμένη
ανάγκη σου
αλλιώς τα έκανε να φαίνονται
απ' ότι είναι...
σε μια στιγμή όλα καταργούνται...
κι εσύ ψάχνεις με έκπληξη
μήπως και κάτι απέμεινε...
απορείς...
τι έφταιξε...πού έγινε το λάθος
κι έτσι αναπάντεχα
τα πάντα αναιρούνται...
Ποιος ξέρει...
Μην ψάχνεις για απάντηση...
Παρ' το μονάχα απόφαση
κι ας είναι άδικο αυτό...
κι ας σε πονάει...
απλώς αλλάζουν κάποτε
οι άνθρωποι...
και ναι...
ξεχνούν και σε ξεχνούνε...

Κάποιες αγάπες

Κάποιες αγάπες γρήγορα χάθηκαν...
κάποιες απρόβλεπτες στιγμές 
τις δολοφόνησαν σαν σφαίρες...
Δεν πρόλαβαν ν' ανθίσουν σε
μιαν άνοιξη...
να ταξιδέψουν
σ' ενός καλοκαιριού το απαλό αγέρι ...
Κάποιες αγάπες γρήγορα χάθηκαν...
σαν δυνατές φωτιές
που όμως έσβησαν με κάποια
αναπάντεχη βροχή...
Δεν πρόλαβαν
στάχτη να κάνουνε του χωρισμού τη θλίψη...
της μοναξιάς να κάψουν την πληγή...
Κάποιες αγάπες γρήγορα χάνονται...
Είναι μοιραίο...
Ζούνε για λίγο μόνο και πεθαίνουν...
δεν προλαβαίνουν καν να ονειρευτούν...
Μα κάπου υπάρχουν...δε μπορεί...
πάνω απ' τη μοίρα...πάνω απ' το Θεό...
στα ποιήματα και στα τραγούδια...
στις μουσικές...
σ' όλα τα μέρη που υπήρξανε μαζί...
στα δειλινά... στα πρωινά...
στα φεγγαρόφωτα...
πάλι ανταμώνουν οι ψυχές
που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ...

Το ταξίδι

Σ' ένα παράξενο σταθμό
με θυμάμαι...
για ένα παράξενο ταξίδι...
κάποτε...
μαζί μου μόνο μια βαλίτσα...
στριμώχτηκαν μέσα πολλά...
τσαλακώθηκαν όλα...
κάποια σκίστηκαν...
κάποια σκόρπισαν...
κάποια έσπασαν...
κι όλα χάθηκαν...
Φτάνοντας σ' έναν αλλόκοτο προορισμό
μέσα υπήρχε μόνο σκόνη...
τα όνειρα κάποιες φορές
είναι παράλογα...
τσακίζονται στης πραγματικότητας
τον πεζό ορθολογισμό...
Είναι που ζητούσα πολλά...
Είναι που ήθελα
όλα μαζί μου να τα πάρω...
Τίποτε πίσω να μην αφήσω...
Τα πήρα μα δεν τα κράτησα...
Διεκδικούσαν όλα
την ψυχή μου...
κι εγω δεν είχα αποθέματα...
Πιο μόνη από ποτέ
στο δρόμο της επιστροφής
δεν έχω πια αποσκευές...
Δεν υπάρχει τίποτε να πάρω μαζί μου...
Άδεια ζωή...
άδεια ψυχή...
Νιώθω μια περίεργη ανακούφιση...
Δεν υπάρχουν βαρίδια...
Δε με τρομάζει το άδειο...
Σ' ένα καθρέφτη
μου χαμογελά το είδωλο μου...
Δε με περιμένει κανείς...
Δεν το χρειάζομαι...
Θαρρώ πως βρήκα κάτι πολύτιμο
που από καιρό είχε χαθεί...
Το τρένο σφυρίζει...
Το ταξίδι αρχίζει...τώρα...

Ένα νέγρικο μπλουζ


Άκου τη βροχή...

Άκου πάνω στη στέγη πως
χορεύουν οι σταγόνες...
Θυμήσου...
μια νύχτα υγρή...
ένα παλιό νέγρικο μπλουζ...
κάποια ανόητη αιτία...
ένα χορό που έμεινε στη μέση...
Θυμάμαι μόνο τη βροχή...
δυο ποτήρια με κονιάκ
που μείναν ανέγγιχτα...
θυμάμαι μια φυγή
κι ένα τραγούδι μισό...
Άκου...
Απόψε η βροχή μοιάζει
με κάλεσμα...
Ο ήχος της πάνω στων δέντρων τα φύλλα
μοιάζει με αγγέλων ψιθύρισμα...
Σα να επέστρεψε απρόσμενα
εκείνη η νύχτα...
έτσι...
για να τελειώσουμε εκείνο το χορό...
Σα να μην άνοιξα ποτέ την πόρτα...
σα να μην έγινε ποτέ ότι ακολούθησε...
Σα να 'ρθαν όλα αλλιώς...
Άκου τι λέει η βροχή...
Κράτησε με...
χόρεψε με...
αγάπησε με...
σα να μην έφυγα ποτέ...
σα να μην έμεινε ποτέ μισή
εκείνη η νύχτα...

Μαρία Γασπαράτου

Βροχερές Κυριακές

Τις βροχερές Κυριακές
όταν μάταια το βλέμμα σου 
ορίζοντες ψάχνει
και η ψυχή προσπαθεί από μια εικόνα χαράς
να πιαστεί,
που ο καφές πιο πικρός απ' ότι συνήθως
σου μοιάζει
και στο ραδιόφωνο τα τραγούδια που ακούς
μια παλιά σου ανοίγουν πληγή,
πιο πολύ με θυμάσαι...
Στην τηλεόραση αλλάζεις συνέχεια κανάλια
ψάχνεις κάτι να βρεις
να ξεχάσεις και να ξεχαστείς
μα η βροχή που λες κι είναι κατάρα
χτυπά με μανία τα τζάμια,
δε σ' αφήνει τίποτε άλλο εκτός
από μας να σκεφτείς...
Κι ο καφές στο φλιτζάνι κρυώνει
κι η αντοχή σου τελειώνει...
Το τηλέφωνο πιάνεις και πάλι τ' αφήνεις...
σε ποιον να μιλήσεις
και τι να του πεις...
Τις βροχερές Κυριακές
όταν μάταια το βλέμμα σου ορίζοντες ψάχνει
κι η ψυχή προσπαθεί από μια εικόνα χαράς
να πιαστεί
πιο πολύ με θυμάσαι...