Αναγνώστες

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Με πέτρινο βλέμμα.

Δε με πονούν τα λόγια σου πια.
Έχω γίνει ένα κομμάτι πάγος.
Ένα κομμάτι βράχος.
Έγινα ένα μαρμάρινο άγαλμα.
Κι είμαι ολότελα δικό σου δημιούργημα.
Με σμίλεψες τέλεια.
Με επιδεξιότητα  καλλιτέχνη.
Το ταλέντο σου μοναδικό.
Μπορείς να με θαυμάσεις.
Μπορείς να στολίσεις
τον κήπο της ματαιοδοξίας σου.
Το συντριβάνι του άκρατου εγωισμού σου.
Το οικοδόμημα της υπεροψίας σου.
Μόνο μη μου ζητάς να σε χειροκροτήσω.
Δε σαλεύω.
Δε μιλώ.
Δεν αισθάνομαι.
Δεν υπάρχω.
Μόνο βάλε με κάπου ψηλά.
Το πέτρινο βλέμμα μου
ν' αγναντεύει τη θάλασσα.
Ίσως η αρμύρα της εισχωρήσει
στους πόρους μου
και γιατρέψει τα καλά
κρυμμένα τραύματα.
Να λιώσει ο πάγος,
να σπάσει η πέτρα,
να νιώσω ξανά ζωντανή.

Η επανάσταση της Εύας.

Δεν ετοίμασα πρωινό γλυκέ μου.
Χουζούρευα στο κρεββάτι.
Δεν έχει καφέ σήμερα.
Φτιάξε αν θέλεις,
αλλιώς να πας να πιεις στο καφενείο.
Α! το μεσημέρι λέω να φάμε έξω.
Δε θα μαγειρέψω.
Βαριέμαι.
Τι με κοιτάς μ' αυτό το ηλίθιο ύφος;
Ξέρεις κάποιες φορές κι εγώ βαριέμαι.
Κι όλη αυτή η σοβαρότητα
για να κάνεις αυτή την
ανόητη δήλωση:
''Ο κάδος ξεχειλίζει από άπλυτα.''
Λες να μη το ξέρω;
Στο ίδιο σπίτι ζούμε.
Υπάρχει καλέ μου ένα πράγμα
στο μπάνιο,
που λέγεται πλυντήριο.
Οι οδηγίες είναι στο πρώτο συρτάρι
της σιφονιέρας.
Δε ξέρεις αγάπη μου
πόσο αστείος είσαι
μ' αυτή την έκπληξη στο πρόσωπο!
Τι είπες καρδιά μου;
Δε βρίσκεις σιδερωμένο πουκάμισο;
Ε! Καιρός να μάθεις και να σιδερώνεις.
Που ξέρεις;
Μπορεί και να το βρεις διασκεδαστικό.
Ξέρεις πόσες χιλιάδες ώρες
πέρασα εγώ διασκεδάζοντας έτσι;
Τι θα πει δεν πιστεύεις στ' αυτιά σου;
Δικά σου είναι.
Πρέπει να αναπτύξεις μαζί τους
μια σχέση εμπιστοσύνης.
Και βέβαια σ' αγαπώ.
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Δε νομίζεις όμως πως είναι καιρός
ν' αγαπήσω λίγο κι εμένα;
Αλήθεια ποιος μοίρασε τους ρόλους;
Με ρώτησε εμένα;
Δε μ' αρέσει πια αυτό το έργο.
Ως πότε θα 'μαι κομπάρσος
στο έργο της ζωής μου;
Καιρός να γίνω  πρωταγωνίστρια.
Οι υπόλοιποι να πάρουν άλλους ρόλους.
Χτύπησε το τρίτο κουδούνι.
Η αυλαία άνοιξε.
Η παράσταση άρχισε.
Ακούω κιόλας το χειροκρότημα.
Σας ευχαριστώ!
Αυτόγραφα θα υπογράψω
στο τέλος του έργου.



Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Χρυσοκόκκινη νύχτα.

Η νύχτα απόψε φόρεσε
ένα καπέλο κόκκινο
κι ένα χρυσό φουστάνι...
Από τις τρύπιες τσέπες της
πέφτουν αστέρια στη στέγη
της επιθυμίας μας...
Βάφουν χρυσαφιές
τις ανομολόγητες σκέψεις μας...
Από το κρασί του άγριου πόθου σου,
με κέρασες...
ένα ποτήρι απρόσμενα γεμάτο...
Εκμεταλλεύομαι στο έπακρο
τη γενναιοδωρία σου...
Γουλιά γουλιά το πίνω...
Βυθίζομαι στη φλόγα
των πικάντικων φιλιών σου...
Κι είναι η λαχτάρα
να νιώσω τη δίψα σου
σαν το τρενάκι του τρόμου στο
λούνα παρκ...
Ζάλη και ίλιγγος και ηδονή
και φόβος...
Κι η νύχτα στάζει
ένα χρυσοκόκκινο μελάνι...
Γράφει πάνω στο σώμα μας
όρκους, ευχές, επιθυμίες, απειλές...
όλα στον υπερθετικό βαθμό
και στην υπερβολή του ακατόρθωτου...
Κολυμπάμε στης νύχτας
τη χρυσοκόκκινη θάλασσα...
δυο πλανήτες που βγήκαν απ' την τροχιά τους
κι ενώθηκαν σχηματίζοντας
το σήμα του απείρου...
Κι είναι μια νύχτα παράξενη...
Μόνο για μας...
Μόνο δικιά μας...
Η νύχτα που όλα είναι δυνατά...
Η νύχτα των θαυμάτων...



Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Νυχτερινός επισκέπτης.

Έρχεσαι πάντα απρόσκλητος...
Νυχτερινός επισκέπτης...
Χτυπάς με θράσος  τα μεσάνυχτα
την πόρτα της μνήμης μου...
Κάθε φορά δε θέλω να σου ανοίξω...
Μα είσαι τόσο επίμονος...
Τόσο ενοχλητικά διεκδικητικός...
Έτσι ήσουν πάντα...
Δεν έφευγες χωρίς αυτό
που ήθελες να πάρεις...
Και τι δεν πήρες από μένα...
Αγάπη, αυταπάρνηση, πίστη,
αφοσίωση...
Ένα απάτητο δωμάτιο η ψυχή μου...
γεμάτη θησαυρούς...
Βίαια μπήκες μέσα...
Τη λεηλάτησες...
Κι εσύ ποτέ ούτε ένα φως δεν άναψες...
Ούτε μια μουσική δεν έπαιξες...
Ούτε ένα στίχο δεν τραγούδησες...
Ούτε ένα παράθυρο στον ήλιο
δεν άνοιξες...
Ούτε μ' ένα λουλούδι δεν το στόλισες...
Ούτε ένα σ' αγαπώ δεν ψιθύρισες...
Κι όταν από τα πάντα το άδειασες,
σου φάνηκε πια το δωμάτιο άχρωμο
και βαρετό...
Ένιωσες να πνίγεσαι
 μέσα στην ερημιά του....
Έφυγες κι άφησες μέσα του
μόνο σκοτάδι...
Και τώρα κάθε βράδυ έρχεσαι
και πάλι μου ζητάς...
Κι αφού πια τίποτε δεν έμεινε να πάρεις,
αρπάζεις τη γαλήνη μου...
λεηλατείς τον ύπνο μου
και νικητής αγέρωχος
μ΄αφήνεις το ξημέρωμα,
κρατώντας λάφυρα τα όνειρά μου...

Το ραντεβού.

Και τώρα που τελειώσανε τα ψέματα
κι έμεινες μόνη με τον εαυτό σου,
ήρθε η στιγμή στο ραντεβού να πας,
αυτό που συνεχώς ανέβαλες ,
που χρόνια προσπαθούσες ν' αποφύγεις...
Ποτέ γι αυτό δεν ήσουν έτοιμη...
Φοβόσουν, έτρεμες αυτή την ώρα...
Την ώρα που οι μάσκες πέφτουνε,
που οι προβολείς φωτίζουνε τα πάντα...
Που δεν υπάρχουν μισοσκόταδα...
που δεν υπάρχουνε κρυψώνες...
που οι κουρτίνες διάπλατα ανοίγουνε
και πέφτουνε τα παραβάν.
Και τώρα;
Που να τα κρύψεις όλα αυτά
που χρόνια έκρυβες;
Γέμισε η κάμαρα καθρέφτες...
Βλέπεις μπροστά σου...
βλέπεις πίσω σου...
όλα όσα έκανες ότι δε βλέπεις...
Βιάσου λοιπόν...
Σε περιμένουνε...
Μόνο μη βάλεις πάνω σου στολίδια...
Μη βάλεις μακιγιάζ...
Εδώ πια δε χωρά καμία παραποίηση...
Κι εσύ ήθελες σα να 'ταν άλλα
όλα να τα βλέπεις...
Μα τώρα πια τέλειωσε
η άθλια γιορτή των μεταμφιεσμένων...
Η ώρα για το ραντεβού σου έφτασε...
Η ώρα να συναντηθείς με την αλήθεια...

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Καληνύχτα αστεράκι.

Γέμισα τις χούφτες μου
με φως του φεγγαριού,
να δώσω λίγη λάμψη στις νύχτες μου...
Μα μόλις μπήκα στη σκοτεινή μου κάμαρα,
όλο το φως μου γλίστρησε απ' τα χέρια...
πέταξε τρομαγμένο
απ' τ΄ανοιχτό παράθυρο σαν άνεμος...
Πήγε ψηλά στον ουρανό
κι έγινε ένα μικρό αστέρι,
που φώτισε αχνά το μαξιλάρι μου...
''Πως  να παλέψω τόση νύχτα;''
Ψιθύρισε δειλά.
''Μόνο στα όνειρά σου μπορώ να δώσω φως.''
''Μα εγώ ήθελα να φωτίσεις τη ζωή μου''...
Φώναξα απελπισμένα.,,
''Είναι αυταπάτες τα όνειρα...''
Εκείνο γέλασε γλυκά...
''Κοιμήσου''  είπε...
''Μη σε νοιάζει...
Το φως του ήλιου αύριο θα διώξει τη νύχτα σου...
Αυτός μπορεί μονάχα
τόσο πυκνά σκοτάδια να φωτίσει...''
Με φίλησε απαλά κι έκλεισα ήρεμη τα μάτια...
''Καληνύχτα αστεράκι.
Φώτιζε τα όνειρά μου ως το πρωί.
Μέχρι ο ήλιος να φωτίσει
της ζωής μου τα βαθιά σκοτάδια...''

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Κάποιος Ιούλιος...

Βαδίζω σα χαμένη στην άκρη του πεζοδρομίου...
Εδώ και μέρες ακολουθώ αυτή την πορεία...
Ένα βήμα έξω και...τέλος...
Πάντα όμως σταθερά κρατώ το βήμα μου...
εκεί στην άκρη του πεζοδρομίου...
πλάι στη μεγάλη λεωφόρο...
Σαν τον ακροβάτη μοιάζω να ισορροπώ
σ' ένα τεντωμένο σχοινί πάνω απ'τον κόσμο...
δίχως δίχτυ ασφαλείας...
Ένα κάπως ασταθές βήμα,
και θα βρεθώ αγκαλιά με το κενό...
Θα γίνω ένα με το τίποτα...
Τα αυτοκίνητα περνούν
σα μαινόμενοι ταύροι από δίπλα μου...
Σχεδόν με αγγίζουν...
Ο αέρας σηκώνει το φόρεμά μου...
Κάποιος μου σφυρίζει
πάνω σε μια μηχανή,
λίγο πριν σκοτωθεί στην επόμενη διασταύρωση...
Συνεχίζω προσεκτικά το περπάτημα
στην ίδια ευθεία...
Προσπαθώ να ευθυγραμμίσω τις σκέψεις μου...
Προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου...
Δυσκολεύομαι να θυμηθώ
που τον έχω παρατήσει...
Νομίζω κάπου, κάποτε, σε κάποιο σταθμό,
σε κάποιο τόπο, άφησα την ψυχή μου...
Μόνο το σώμα μου μπήκε στο τρένο...
Κι έτσι απόμεινα μισή
κι εγώ και η ζωή μου...
Τώρα σέρνω με κόπο
 το άδειο μου σαρκίο...
δεν ξέρω τι να το κάνω...
Μου φαίνεται άχρηστο πια...
Εδώ σ' αυτή τη λεωφόρο,
η ζωή φλερτάρει με το θάνατο...
η λογική του κόσμου
με το παράλογο της ζωής μου...
Η επιλογή είναι ζήτημα δευτερολέπτου.
Όμως το βήμα δείχνει αναποφάσιστο...
Μέσα ή έξω;
Έφτασα κιόλας στο θλιβερό σπίτι...
Κι απόψε η απόφαση έμεινε να αιωρείται
πάνω απ' τη λεωφόρο...
Είναι που τίποτε πια δε μπορώ να τελειώσω...
Όλα απομένουν μισά...
Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα...
Η σιωπή με περιμένει σα διαρρήκτης,
για να ληστέψει κάθε ελπίδα μου...
Πέφτω με τα ρούχα στο κρεββάτι...
Πέρασε άλλη μια μέρα μοναχική...
μίζερη...μισή...
Κλείνω το φως...
Κλείνω τα μάτια...
Να έβλεπα τουλάχιστον
ένα ολόκληρο όνειρο...


Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Πληγωμένα παιδιά.

Είναι κάτι πληγωμένα παιδιά...
Βλέπεις στα μάτια τους
τη ζωή και το φόβο να αντιμάχονται...
Τα παιδιά στη Συρία, στο Πακιστάν,
στην Ειδομένη, στο Αιγαίο, στα λιμάνια,
στα ύποπτα πάρκα, στις κακόφημες πλατείες,
έξω από τις εκκλησίες, στους δρόμους,
στα φανάρια, στην παραπάνω γειτονιά,
στην απέναντι πολυκατοικία,
στη διπλανή πόρτα...
Είναι τα παιδιά που σκαρφαλώνουν
πάνω σε αιχμηρά συρματοπλέγματα,
που κρύβονται σε καταφύγια,
που κολυμπούν στα παγωμένα νερά
του Αιγαίου, που απλώνουν το χέρι
στους περαστικούς, που καθαρίζουν τα τζάμια
των αυτοκινήτων μας,
που λιποθυμούν από την πείνα στα σχολεία,
που φορούν τρύπια παπούτσια το χειμώνα,
που διαβάζουν με το φως ενός κεριού
και ζεσταίνονται πάνω από ένα μαγκάλι.
Είναι τα παιδιά που δεν παίζουν,
δε γελάνε, δεν ονειρεύονται.
Αγωνίζονται μόνο να ζήσουν.
Κι η ζωή τους παίζεται καθημερινά
κορώνα γράμματα.
Στη γωνία τα περιμένει ο δολοφόνος
που θα πουλήσει τα όργανά τους,
ο παιδεραστής που θα ξεσπάσει πάνω τους
τα κτηνώδη ένστικτα του,
ο έμπορος των ναρκωτικών
που θα τα κάνει βαποράκια,
ο κακοποιός που θα τα μυήσει
στην παρανομία,
ο μαστροπός που θα σκοτώσει
την αθωότητά τους.
Τα γυμνά τους πόδια πατούν
πάνω στα γυαλιά της κομματιασμένης
ανθρωπιάς μας.
Τα προσωπάκια τους μαστιγώνει
ο παγωμένος αέρας της αδιαφορίας μας.
Κουβαλάνε το σταυρό των αμαρτιών μας.
Είναι ασήκωτος για τους αδύναμους ώμους τους.
Αλλά ποιος νοιάζεται;
Στα χέρια μας τα καρφιά και το σφυρί.
Εκεί στην κορυφή του Γολγοθά τους,
θα τα σταυρώσουμε.
Κάθε παιδί κι ένας μικρός Χριστός.
Χτυπάμε τα καρφιά στα παιδικά κορμάκια.
Ασυγκίνητους μας αφήνει το αίμα τους
που άδικα χύνεται.
Το δικό τους αίμα δεν πρόκειται
να σώσει τον κόσμο.
Αυτός ο κόσμος με τίποτε δεν σώζεται.
Γι αυτόν τον κόσμο έχει χαθεί η ελπίδα.

Μαρία Γασπαράτου






Λέξεις.

Δεν τις αντέχω τις λέξεις σου...
Τις κοφτές...τις σύντομες...
Δεν επιτρέπουν αμφισβήτηση...
Κλείνουν το δρόμο σε αντιρρήσεις...
Υψώνουν τείχη...
Δολοφονούν το διάλογο...
Με εκβιάζουν τα ''πρέπει'' σου...
με εξοργίζουν τα ''θα'' σου...
με πληγώνουν τα ''όχι'' σου...
με μπερδεύουν τα ''ίσως'' σου...
με τρομάζουν τα ''μη'' σου...
μ' αρρωσταίνουν τα ''γιατί'' σου...
με σκοτώνουν τα ''ποτέ'' σου...
Οι πέτρινες, ανάλγητες,
οι άκαμπτες σου λέξεις.
Μα η ζωή είναι ξεκάθαρη...
Η ευτυχία είναι απλή...διάφανη...
Η δικτατορία της λογικής σου,
μ' εμποδίζει να την αγγίξω...
Κι ο κόσμος εκεί έξω,
μου δείχνει δρόμους να  βαδίσω...
πόρτες να τις ανοίξω...
θάλασσες να ταξιδέψω...
ουρανούς ν' ανακαλύψω...
αλήθειες να δω που δεν τολμούσα πριν...
Θα ρίξω το συρματόπλεγμα
που ύψωσες...
Αυτό που με χωρίζει απ' τη ζωή...
Με τις δικές μου λέξεις...
Τα ''θέλω'', τα ''μπορώ'', τα ''τολμώ'',
τα ''αισθάνομαι'', τα ''λαχταρώ'',
τα ''αγαπώ'' μου...
Και ξεκινώ με μία,
που έφτανε
ως την άκρη των χειλιών μου
και την φυλάκιζα εκεί: ΦΕΥΓΩ.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Ευτυχία.

Το πρώτο φως με το φιλί σου το μετάλαβα,
απ' τ' άγιο δισκοπότηρο του ήλιου.
Η καλημέρα σου λουλούδι,
τα μαλλιά μου στόλισε,
που η ευωδιά του έφτασε
βαθιά μες στην ψυχή μου.
Το βλέμμα σου καυτός μανδύας του έρωτα,
τυλίχτηκε ανυπόμονα επάνω στο κορμί μου.
Γλάρων φτερά τα χάδια σου,
πάνω από πόθων θάλασσες,
με βγάλανε σε ανατολής σεργιάνι.
Το πρωινό το σ' αγαπώ σου,
είναι η ζωή που μου χαμογελάει.
Κι ετούτο το ξημέρωμα στο πλάι σου,
εγώ το βάφτισα Ευτυχία!




Κι έτσι όπως ξύπνησα και σ' είδα πλάι μου
και μια δέσμη φωτός από τις γρίλιες
χάιδευε τα μαλλιά σου,
είπα πως τελικά η ζωή είναι ωραία
και πως αξίζει να το παλέψω και σήμερα...

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Ιππολύτη.

Μεσάνυχτα!
Ορθάνοιχτα και σήμερα τα μάτια.
Σα πόρτες σ' ένα έρημο, εγκαταλειμμένο σπίτι,
που οι ένοικοι του φεύγοντας, ξεχάσαν ανοιχτές.
Θέα κι απόψε στο ταβάνι.
Είναι ο δικός μου βραδινός έναστρος ουρανός.
Αστέρια είναι οι λέξεις,
αυτές που κάποτε ειπώθηκαν.
Αστέρια λαμπερά,
λούζουν με φως τον ουρανό μου
και άλλα πάλι σκοτεινά,
που στάζουν αίμα.
Στο σύμπαν του μυαλού μου,
σκόρπιες εικόνες
εδώ και κει, χαράς και πόνου.
Οι μαύρες τρύπες του ''άλλοτε'',
μέσα τους με ρουφούν
και με πηγαίνουν μακριά.
σ' έναν ασπρόμαυρο πλανήτη.
Η ώρα πέντε.
Τα μάτια ορθάνοιχτα.
Έχω μαλώσει με τον ύπνο.
Είναι καιρός που με μισεί.
Το πρώτο φως μπαίνει απ' τις γρίλιες.
Πυροβολεί το άγρυπνο βλέμμα μου.
Με δύο χέρια-σπασμένα κουπιά,
προσπαθώ να διασχίσω
την απέραντη θάλασσα
της βασανιστικής νοσταλγίας.
Να βρω μια ήσυχη ακτή
στο νησί του σήμερα,
να ξεκουράσω την ψυχή μου.
Βρίσκω κάτι κουρελιασμένα αποφόρια
ελπίδας και τα ντύνομαι.
Δε μπορώ έτσι γυμνή να παλέψω
με τη μέρα που έρχεται.
Και είναι Θεέ μου ατέλειωτη!
Η κάθε μέρα πια, κρατά αιώνες!
Αρπάζω με αγωνία κάτι μισά χαμόγελα,
που άφησα σ' ένα ανθισμένο πάρκο,
ένα βράδυ καλοκαιριού.
Τα κάνω πανοπλία,
μα είναι χάρτινη.
Δε ξέρω αν θ' αντέξει.
Μα εγώ είμαι αγωνίστρια.
Με λένε Ιππολύτη.
Έμαθα να μάχομαι
σε δύσκολους αγώνες.
Πληγωμένη κι όμως όρθια!
Κουρελιασμένη μα υπερήφανη!
Φοβισμένη αλλά γενναία!
Βάζω καφέ στο φλιτζάνι.
Η μέρα έφτασε κι ο πόλεμος
έχει ήδη αρχίσει...

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

12 Ιουνίου.

Ξαπλώνω πάνω σε κάτι ξεχασμένες επιθυμίες.
Κλείνω τα μάτια.
Προσπαθώ να ονειρευτώ.
Ένας ψυχρός αέρας νοσταλγίας ,
παγώνει την ψυχή μου.
Από το ανοιχτό παράθυρο,
παίρνω το χάδι του ήλιου
και σκεπάζομαι.
Πέρα από τα όνειρα,
εκεί στη χώρα του ΄΄Τότε΄΄,
με ταράζουν οι φωνές όσων άφησα.
-Μα είναι Κυριακή. Φωνάζω.
-Έστω μια Κυριακή αφήστε με να ονειρευτώ.
Μάταια...
Ζητούν την ψυχή μου.
Ανοίγω τα μάτια .
Αφήνω τις επιθυμίες ανήμπορες να με διεκδικήσουν.
Τις ξεχνώ και πάλι.
Ο κυριακάτικος ήλιος τίποτε δε μου κάνει.
Κλείνω το παράθυρο.
Έχει μια ψύχρα αυτή η Κυριακή!
Κοιτάω το ημερολόγιο.
12 Ιουνίου.
Καλοκαίρι.
-Περίεργο... Μονολογώ και κουμπώνω τη ζακέτα μου.

Μαρία Γασπαράτου

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Εσείς οι άλλες.

Τι να καταλάβετε εσείς οι άλλες.
Η βλεφαρίδα κάγκελο,
με εφτά στρώσεις μάσκαρα αδιάβροχη,
χρωματιστά κοκαλάκια στα μαλλιά,
καινούρια επώνυμα αντηλιακά.
Δοκιμάζετε το καινούριο σας μπικίνι.
Τι στεναχώρια κι αυτή,
που δε στρώνει η αναθεματισμένη τιράντα.
Κι αυτή η κυτταρίτιδα...
Τόσες κρέμες πήγανε στράφι γαμώτο...
Εγώ πάλι δοκιμάζω τις αντοχές μου.
Έφαγα μόλις μια ολόκληρη σοκολάτα.
Πάει η δίαιτα...
Πολύ λίγο με νοιάζει.
Είναι το τελευταίο που σκέφτομαι.
Τη δίαιτα θα κοιτάμε τώρα
ή να βρούμε λίγη χαρά να την πιάσουμε
από τα μαλλιά, για να μας ανεβάσει
ένα κλικ πιο ψηλά,
μέσα στο πηγάδι με τα φίδια που πέσαμε;
Τι να πείτε κι εσείς οι άλλες...
Ψάχνετε αλαφιασμένες να βρείτε
μια ωραία σανίδα θαλάσσης,
να ταιριάζει με το καινούριο σας μαγιό,
για να ισορροπείτε εντυπωσιακά
πάνω στα κύματα.
Εγώ πάλι ψάχνω απεγνωσμένα
μια σανίδα σωτηρίας,
μήπως και καταφέρω να ισορροπήσω
στην τρικυμία της  ζωής μου.
Αχ εσείς οι άλλες...
Ακούτε τα χαζοτράγουδα στα ραδιόφωνα,
με μια αβάσταχτη δήθεν συγκίνηση,
για κάποιο παλιό γκόμενο που θυμηθήκατε.      
Ω! Τι δράμα κι αυτό!
Ζήτημα ζωής και θανάτου την κάνατε την ανούσια σχέση.
Λες και ξέρετε τι πάει να πει ζήτημα ζωής και θανάτου.
Έπρεπε όμως να δώσετε στη ζωή σας
κι ένα χρώμα λίγο μελό.
Αφήσατε με πολύ κόπο κι ένα δάκρυ εντυπωσιασμού,
που δεν έλεγε να κατέβει το σκασμένο,
για το κέρατο που του περάσατε,
κι ήτανε τόσο καλός τελικά
σε σχέση με τον επόμενο.
Παρωχημένες ενοχές...
Εσείς οι άλλες...
Μέσα στον καθρέφτη στραβομουτσουνιάζετε ,
τρεμοπαίζοντας τα πολύχρωμα μάτια σας,
γιατί δε στρώνει αυτό το καταραμένο τσουλούφι.
Λίγο ακόμα και θα βάλετε τα κλάματα,
που η ηλίθια κομμώτρια έκοψε ένα πόντο παραπάνω
την πλούσια κόμη σας.
Εγώ πάλι, η ένατη, η επιλεγμένη,
βαθιά μες στον καθρέφτη
βλέπω ένα Θιβετιανό μοναχό
και προσπαθώ κάτι να πάρω απ' τη σοφία του,
μήπως και μου χρησιμέψει πουθενά
και τη βγάλω και σήμερα.

Κι η επίδραση της σοκολάτας λίγο κρατάει.
Τι κρίμα!
Λίγη εφήμερη χαρά.
Όλα εφήμερα...
Τόσο προσωρινά και τόσο ανόητα τελικά.
Άστα να πάνε...
Δε θα κλάψω σήμερα, μα ούτε θα γελάσω.
Είναι επιλογή.
Αφήνω τα δάκρυα σε κείνες που δεν έχουν
ούτε καν μια σοκολάτα
κι αφήνω το χαμόγελο σ' αυτές τις άλλες
τις εκλεκτές που τις ανήκει.
Σ' αυτές τις οχτώ...

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Εσύ κι ο εαυτός σου.

Μέσα σε δύσβατους κι έρημους
δρόμους σκορπιέσαι...
Ξενυχτάς διαβάζοντας ψαλμούς...
Με άγιο νερό και με λιβάνι,
προσπαθείς
τ' άγρια χρόνια να ξορκίσεις...
Θες να πιστεύεις πως το δρόμο σου
κάποιοι τον έστρωσαν με πέτρες,
και πάνω τους σκοντάψαν τα όνειρά σου...
Σου είναι βολικό να ξέρεις
πως δε φταις...
πως είσαι ένα πιόνι άβουλο
που άδικα χέρια το κινούν
σε μια κουτσή σκακιέρα...
Τότε γιατί κάθε φορά
κοιτώντας στον καθρέφτη
βαθιά μέσα στα μάτια σου
βλέπεις έναν εχθρό...
κι ας ψάχνεις ένοχους να βρείς
έξω από σένα...
Μόνη σου μπήκες σ' ένα
δάσος σκοτεινό...
Καμίας μάγισσας δε σ' έσπρωξε το χέρι...
Κάθε στιγμή...σε κάθε βήμα...
κοίτα...
χάνεται κάτι από σένα...
Απώλειες αβάσταχτες
ανθρώπων και στιγμών...
Μα τώρα πρέπει να βιαστείς,
να βγεις σε κάποιο ξέφωτο...
Καμιά νεράιδα δε θα είναι οδηγός...
κανένα μαγικό ραβδί
δε θα διαλύσει τα σκοτάδια...
στον εαυτό σου που τον πρόδωσες
πρέπει να βασιστείς...
Πριν είναι αργά θυμήσου...
Εσύ είσαι η μάγισσα, εσύ και η νεράιδα...
Εσύ είσαι ο δήμιος, εσύ κι ο λυτρωτής...

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Κανείς κι απόψε.

Κανείς κι απόψε.
Ούτε ένα μήνυμα.
Ούτε ένα λάθος χτύπημα στην πόρτα.
Καμιά ματιά περαστική τυχαία στη ματιά μου.
Έστω απ' το ραδιόφωνο,
σε κάποιας άλλης αφιέρωση,
ν' ακούσω τ' όνομά μου.
Το φλας δε μου άναψε κανείς,
ν' αλλάξω απλώς λωρίδα,
ή κάποιος κάτω από την ομπρέλα μου να μπει,
να μη βραχεί στην καταιγίδα.
Μία φωνή στο ακουστικό αμήχανη,
να μου ζητά συγγνώμη.
Έφυγε η μισή ζωή
και περιμένω ακόμη.
Κανείς κι απόψε.
Ούτε ένα μήνυμα.
Ούτε ένα λάθος χτύπημα στην πόρτα...