Αναγνώστες

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Η πόλη.

Έφυγες για τόπους άγνωστους
και κλείδωσες την πύλη.
Πήρες μαζί σου τα κλειδιά
κι άφησες την πόλη ερημωμένη.
Βαριά κατάρα σαν θηρίου σκιά,
πλανάται πάνω από τα σπίτια.
Η απουσία σου ηφαίστειο,
που έκαψε τα πάντα.
Φαντάσματα μονάχα τριγυρνούν
στους άδειους δρόμους.
Τα δέντρα όλα ξεράθηκαν
κι αδειάσανε τα πάρκα από παιδιά.
Στέρεψε η θάλασσα
κι έγινε έρημος αχανής,
χωρίς μια όαση.
Κάτι τραγούδια ξεχασμένα,
γίναν στοιχειά που διώξαν τα πουλιά.
Οι βόρειοι άνεμοι εξοργίστηκαν
και γκρέμισαν τα τείχη.
Παντού βαριά μια μυρωδιά
στάχτης και θανάτου.
Μόνο ερείπια και ζωντανοί-νεκροί
μες στην ομίχλη.
Υπήρχε κάποτε μια πόλη.
Η πόλη που με γέννησε,
η πόλη που με πλήγωσε,
η πόλη που αγάπησα,
η πόλη που δεν άντεξα,
η πόλη που άφησα και μ' άφησε και κείνη.
Έρχομαι μάταια και ξανάρχομαι,
έξω από την κλειδωμένη πύλη,
με την ελπίδα πως κάποτε
τα μάγια θα λυθούν.
Επώδυνες επιστροφές...
Χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, χωρίς λιμάνι.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Γλυκοχάραμα.

Νόμιζα πως θα 'ρχόταν το χάραμα
κι ήρθε η δύση.
Πίστευα πως θα 'χα δικούς μου
κάμπους μ' αγριολούλουδα
και βρήκα στη θέση τους πέτρες,
που είχαν κρυμμένα στα σπλάχνα τους φίδια.
Ο ήλιος που πρόσμενα
να ρίξει χρυσάφι το φως στα μαλλιά μου,
χάθηκε μέσα στα σύννεφα.
Κι ήρθε η στιγμή να δοκιμάσω και πάλι
τη δύναμη που 'χαν τα χέρια μου,
μα εκείνα λύγισαν.
Δεν άντεξαν το βάρος που ρίξαν επάνω τους
και πέσαν στη γη τσακισμένα.
Τα μάτια μου όμως υψώθηκαν πάνω.
Μια ικεσία που πέταξε αγκομαχώντας απ' την ψυχή μου,
ανέβηκε στα ουράνια,
ψάχνοντας το Θεό.
Κι εγώ προσμένω το γλυκοχάραμα
κι από τον ουρανό μια αχτίδα του ήλιου
μου λέει πως θα΄ρθει.

Μαρία Γασπαράτου

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Τετράγωνη ζωή.

Έβαζες πάντα τη ζωή σου σε τετράγωνα.
Ωραία τακτοποιημένα, πράξεις και συναισθήματα
σε όμοια κουτιά.
Απ' τ' αυστηρά σου όρια, τίποτε δεν άφηνες
να σου ξεφύγει.
Κάπου μέσα σ'αυτό το ακανθώδες συρματόπλεγμα,
μια ωραία θέση έφτιαξες και για μένα.
Με κάθε λεπτομέρεια σχεδίασες τη φυλακή μου.
Όμορφη με παράθυρα στον ήλιο,
που όμως ήταν αεροστεγώς κλειστά.
Για να μην κρυώνω είπες...
Η πόρτα της μεγάλη κι ατσαλένια
και κλειδωμένη επτά φορές.
Πέταξες το κλειδί, ποτέ να μην ανοίξει.
Για να 'μαι είπες πιο ασφαλής...
Ήθελες να 'μαι από πηλό.
Σ' ένα μικρό καλούπι να με βάλεις,
το σχήμα να μου δώσεις που ήθελες εσύ.
Να βελτιώσεις είπες τη ζωή μου...
Μα εγώ ήμουν αέρας και σου ξέφευγα.
Κάστρο απόρθητο η ψυχή μου,
που δεν κατάφερες να αλώσεις.
Η ήττα αυτή για σένα ήταν αβάσταχτη,
γιατί ποτέ δεν έμαθες να χάνεις.
Πάντα σκεφτόσουν κι αισθανόσουν με αριθμούς.
Στη θέση της ψυχής εσύ είχες τεφτέρι.
Τόση η αγάπη, τόσος ο πόνος,
τόση η κατανόηση, τόσος ο σεβασμός.
Μα όμως η ψυχή είναι άλλο πράγμα.
Τίποτε δεν μετράς μ' αυτή.
Μονάχα την ανοίγεις.
Γιατί η ψυχή είναι ατέλειωτη
κι ατέλειωτη χωράει αγάπη,
για να 'χει να χαρίζει.
Αλίμονο σ' αυτούς που είναι μικρή η ψυχή τους.
Ανίκανοι είναι ν' αγαπήσουν,
κι ανάξιοι ν' αγαπηθούν.


Στον πέτρινο τον κόσμο σου
εγώ δεν έχω θέση.
Μες στα στενά δωμάτια της μίζερης ζωής σου,
μου είναι αδύνατον να ζω.
Γι αυτό γυρνώ στον άνεμο,
εκεί όπου ανήκω,
κι εσύ μπρος στα τεφτέρια σου,
κάνε απολογισμό.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Κάτι χειμωνιάτικα απογεύματα.

Όταν περνάς απ' το λιμάνι
θυμήσου...
τα κρύα χειμωνιάτικα απογεύματα...
στα παγκάκια της παραλίας...
Το ηλιοβασίλεμα με γέμιζε θλίψη...
Η αγκαλιά σου δεν ήταν αρκετή...
Το ένιωθες...  μ' έσφιγγες...
όλο και πιο δυνατά...
να νιώσω την αγάπη...
τον έρωτα που φώναζε
μέσα απ' τους χτύπους της καρδιάς...
Άδικα...
Στεγνή η ψυχή μου...
Άκαμπτη...
Ο ήλιος αγωνιούσε...
κρεμασμένος
απ' το μακρύ σχοινί του ορίζοντα...

Όδευε προς το θάνατο...
Το αίμα του σκορπισμένο παντού...
Στον ουρανό... στη θάλασσα...
στα πλακόστρωτα της παραλίας...
στα μαλλιά σου...στα μάτια σου...
Έσταζε στην ψυχή μου...
Ζήλευα τα καράβια...
Ονειρευόμουν ταξίδια...
Μια σκέψη μόνο...
Να φύγω...
Ν' αλλάξω χρώμα στη ζωή μου...
Μα το σκοτάδι το είχα μέσα μου...
Το έσερνα μαζί μου...
Δε μιλούσες...
Κρατούσες σφιχτά τα χέρια μου...
Ονειρευόσουν το αύριο μαζί μου...
Το αύριο σε βρήκε μόνο...
Εμένα αλλού...
Τώρα τα κρύα απομεσήμερα
τριγυρνώ στο λιμάνι...
Μιλάω στη θάλασσα...
ζητάω συγγνώμη...
Γι' αυτά που δεν άξιζα...
γι' αυτά που δεν μπόρεσα...
για όσα προκάλεσα...
Μια συγγνώμη που άργησε...
Την ταξιδεύει ο άνεμος...
το αγριεμένο κύμα...
το αίμα του ήλιου που σκορπίζεται παντού...
Στάσου μπροστά στη θάλασσα...
Κάποιο χειμωνιάτικο δειλινό...
Εκεί στο παλιό λιμάνι...
Θα την ακούσεις...

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Μια χαραμάδα.



Σα ν' άνοιξε μια χαραμάδα.
Μια τόση δα γραμμή.
Κάτι αχνοφαίνεται.
Ένα μικρό κομμάτι ουρανού,
σα γαλάζιο γατίσιο μάτι.
Ένα μικρό κομμάτι ήλιου,
σαν τη φλόγα αναμμένου σπίρτου.
Προσπαθώ να χωρέσω τα δάχτυλά μου.
Πρέπει ν' ανοίξω αυτή τη ρωγμή.
Είναι η μόνη έξοδος διαφυγής.
Κάτι τέτοιες ώρες θα'θελα να 'μουν μυρμήγκι.
Να τρυπώσω και τσακ... να βγω στον ήλιο.
Μου έλειψε η ζεστασιά του.
Μου έλειψε το φως.
Προσπαθώ, προσπαθώ, μάτωσαν τα δάχτυλά μου,
μα θα τα καταφέρω.
Πρέπει να βγω από δω.
Τελειώνει ο χρόνος.
Συννέφιασε.
Έρχεται μπόρα.
Βροντές τρυπούν τ' αυτιά μου.
Δε με νοιάζει τι με περιμένει έξω.
Μόνο να κάτσω λίγο κάτω απ' τη βροχή,
να ξεπλύνω τη ζωή μου.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Μέρες χαράς.

Η θλίψη πάλι έγινε αγχόνη.
Σχοινί ο χρόνος...ο πόνος θηλιά...
Μέρες χαράς...
μα η πόρτα της ψυχής κλειδωμένη...
Λάμπει ο ήλιος στις λευκές εκκλησίες
λιλά και άσπρες πασχαλιές
σκορπίζουν
το αβάσταχτο άρωμα τους...
Πίσω στον τόπο της σιωπής
ένα κορίτσι με ροζ κορδέλες...
η θλίψη ανατέλλει στο βλέμμα του...
είναι που όσο πόθησε
δεν αγαπήθηκε ποτέ...
Ύπουλα που μπερδεύεται ο χρόνος...
δεν ξέρω καν αν κάποτε υπήρξε...
Γέλια παντού... πρόσωπα φωτεινά...
μα ο κόσμος ξένος...
Κάθε χαρά μια μαχαιριά...
Γιορτάζει γύρω το ανεκπλήρωτο...
το ημιτελές...το λάθος...
Βράδιασε κιόλας...
γλυκανασαίνουν τα νυχτολούλουδα
την Απριλιάτικη νύχτα...
Νύχτα που πάντα η ζωή νικά...
Νύχτα Ανάστασης...
Τι κρίμα που δε γίνεται αυτό
με όλους τους θανάτους...

Μαρία Γασπαράτου





Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Και τώρα ήρθες.

Ήξερες πάντα πως να με πονάς,
με μία ικανότητα επαγγελματία.
Μέσα στο ρινγκ κάτω απ' τη ζώνη να χτυπάς
και οι κανόνες να μην έχουν σημασία.

Πεσμένη κάτω σε κοιτούσα να γελάς,
να κοροϊδεύεις τη δική μου αδυναμία.
Διαιτητές κι επιτροπή να εξαπατάς
και νικητής να φεύγεις δίχως τιμωρία.

Κύλισε ο χρόνος,γιατρευτήκαν οι πληγές
και τους ρυθμούς της βρήκε πάλι η ζωή μου.
Άφησα πίσω μου κι εσένα και το χτες,
βρήκε γαλήνη επιτέλους η ψυχή μου.

Και τώρα ήρθες και μου λες πως μ' αγαπούσες,
ψάχνοντας να 'βρεις μια φθηνή δικαιολογία,
που τη ζωή μου δίχως λόγο τη σκορπούσες,
μου λεηλατούσες την ψυχή χωρίς αιτία.

Συγγνώμες δάκρυα και όρκους σπαταλάς,
ζητώντας μία δεύτερη ευκαιρία.
Μα κοίταξε να βρεις αλλού να πας,
δεν έχει χώρο εδώ για άλλη δυστυχία.

Μαρία Γασπαράτου



Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Να ήμουν γλάρος.

Να ήμουν γλάρος
να πετώ πάνω απ' τη θάλασσα,
να συνοδεύω τα καράβια στα ταξίδια.
Πόσο με κούρασαν τα ίδια και τα ίδια!
Άχ πόσο θα'θελα τη μοίρα μου να άλλαζα.

Γαλάζια πέλαγα
να χόρταινε το μάτι μου,
όσα με πλήγωσαν να τ' άφηνα όλα πίσω
και στη στεριά ποτέ να μη ξαναγυρίσω,
αφού η θάλασσα είναι η πιο μεγάλη αγάπη μου.

Βροχή.

Αυτή η μονότονη βροχή πως με κουράζει!
Βαρέθηκα το κλάμα του ουρανού.
Σε σκοτεινά λημέρια του μυαλού
και πάλι η σκέψη μου με βγάζει.

Σ' αυτό το γκρίζο μεσ' στην τόση καταχνιά,
νομίζω πως αρχίζω να βουλιάζω.
Κοιτάζω τη ζωή μου και τρομάζω.
Πως την αντέχω τόση ερημιά!

Αυτή η βροχή δε λέει να σταματήσει.
Κάθε σταγόνα κι ένα δάκρυ της ψυχής.
Τι κρίμα που δε μπόρεσε κανείς,
λίγη λιακάδα στη ζωή μου να χαρίσει.

Είναι που γύρισες.

Βγήκε ένας ήλιος λαμπερός
στη μέση του χειμώνα
κι ο κόσμος άλλαξε.
άνθισαν ξαφνικά οι πασχαλιές.
Είναι που γύρισες κι έγινε Απρίλης ο Γενάρης.
Τα δέντρα ντύσαν τα γυμνά κλαδιά τους
και τα πουλιά χτίσαν φωλιές.
Κοπάσανε οι άνεμοι
και λιώσανε τα χιόνια.
Είναι που γύρισες και τέλειωσε ο χειμώνας.
Τα χρόνια που βαραίνανε τους ώμους μου, σκορπίσανε.
Έγινα παιδί ξανά.
Και η ψυχή μου πέταξε τα μαύρα,
φόρεσε πάλι τα λευκά.
Ζωντάνεψε το σκοτεινό μου βλέμμα,
χιλιάδες χρώματα πήρε η ζωή.
Είναι που γύρισες και γύρισε η χαρά.

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Σ' ευχαριστώ.

Εσύ δίνεις χρώμα στο γκρίζο κόσμο μου.
Είσαι πανσέληνος στο σκοτεινό ουρανό μου.
Ο άνεμος που διώχνει τα μαύρα σύννεφα της ζωής μου.
Η ασπίδα της ψυχής που δεν αφήνει κανένα βέλος να την πληγώσει.
Είσαι η δύναμη που δίνει φτερά στα όνειρά μου.
Η φωτιά που ζεσταίνει το χειμώνα της ψυχής μου.
Η πίστη οτι τίποτα δε θα αφήσεις να με πονέσει.
Είσαι ο λύχνος που φωτίζει τα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού μου.
Το χέρι που με σηκώνει κάθε φορά που λυγίζω.
Είσαι η αγάπη και η ελπίδα.
Είσαι τα πάντα.
Σ' ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου.





Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Φοβάμαι.

Φοβάμαι αυτά που κρύβουν οι σιωπές σου.
Την πίκρα πίσω απ' το γέλιο σου.
Το δισταγμό πριν απ' το ''σ' αγαπώ'' σου.
Τα κρυμμένα συναισθήματα μέσα στα λόγια σου.
Το σκοτάδι στο βάθος των ματιών σου.
Τη βιασύνη των χειλιών σου να δραπετεύσουν απ' το φιλί.
Όλα εκείνα που νιώθω πως θέλεις και δεν τολμάς.
Την αμφιβολία που καλύπτει τη φράση σου ''όλα θα πάνε καλά''.
Μα περισσότερο φοβάμαι εμένα.

Φοβάμαι να δω πίσω απ' αυτά που μου δείχνεις.
Φοβάμαι να περάσω τη γραμμή
που χωρίζει την αλήθεια από το ψέμα.
Το όνειρο από τον εφιάλτη.
Φοβάμαι να γυρίσω το νόμισμα
από την άλλη όψη.
Πρέπει να βρω την αλήθεια μου.
Να νιώσω σίγουρη, ελεύθερη, δυνατή.
Να'ναι η ζωή σα διάφανο νερό,
κι εσύ να είσαι ήλιος σε καθαρό ουρανό.
Να πάψω ν'αμφιβάλω,
ν'απελευθερωθώ.
Πρέπει ν'ανέβω μόνη μου σ'αυτό το τρένο.
Να μη δειλιάσω στη διαδρομή.
Να φτάσω ως το τέρμα.
Αν είναι να 'μαστε μαζί,
θα ΄ρθεις να μ'αγκαλιάσεις στις αφίξεις.
Μα ότι κι αν γίνει,
θα 'χω τουλάχιστον νικήσει το φόβο.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ναυαγοί πόλεων.



Απρόσωπη πόλη,
πολύβουοι δρόμοι,
περπατάω προσεχτικά
στα σχεδόν ανύπαρκτα πεζοδρόμια.
Πόση ερημιά σε τόση πολυκοσμία!
Πόση σιωπή σε τόση φασαρία!
Στρέφω τα μάτια μου δεξιά, αριστερά,
μπρος, πίσω...
Ψάχνω απεγνωσμένα λίγο γαλάζιο.
Μια υποψία θάλασσας ν' απλώσω το βλέμμα μου.
Μάταια.
Φυλακισμένη η ματιά μου
σ' ένα τεράστιο, πολύχρωμο κελί.
Σ' ένα κακόγουστο τσίρκο
 γεμάτο μαϊμούδες.
Μέσα στις γεμάτες πλατείες,
κάνει περίπατο η μοναξιά,
ντυμένη με τα καλά της.
Στο ζαρωμένο χέρι της
κρατάει ένα δάφνινο στεφάνι,
έτοιμη να στολίσει το ιδρωμένο κεφάλι
αυτού που θα σκοτώσει την ψυχή του.
Τα καταστήματα με ορθάνοιχτες πόρτες
-πελώρια στόματα-
περιμένουν να καταπιούν κάποιους ανύποπτους.
Κάποια παιδιά στα παγκάκια,
στις καφετέριες, μοιάζουν χαμένα.
Κανείς δε μιλά σε κανένα.
Κρατούν το κινητό-προέκταση του χεριού τους-
και υπάρχουν μέσα σ'αυτό και μέσ' απ' αυτό.
Δεν υπάρχει αίσθηση του χρόνου,
του τόπου, της ζωής.
Αν είναι πρωί ή μεσημέρι,
απόγευμα ή βράδυ,
δεν έχει σημασία.
Ποιός νοιάζεται;
Ζωή στριμωγμένη σε μιαν άκρη.
Είναι τόσο στενά εδώ πέρα.
Πνίγομαι...
Πνιγόμαστε...
Τόσοι ναυαγοί σ' έναν τόπο δίχως θάλασσα!