Ήταν το φως αχνό
μες στην πυκνή σου ομίχλη
κι ήθελα τόσο
το κουρασμένο βλέμμα μου
ν' απλώσω
στη μαγική σου θάλασσα...
Τέλη Οκτώβρη σ' ένα τοπίο υγρό
έσταζαν λες από ψηλά
κάποιου ευαίσθητου Θεού
τα δάκρυα
κι εγώ περπάταγα
στης παραλίας σου την άκρη
σαν φάντασμα και σαν αερικό
ενώ καμπάνες γιορτινές
ακούγονταν από μακριά,
τις ανοιχτές ακόμα μέσα μου πληγές
με μια ανεξέλεγκτη εμμονή
χαράσσοντας.
Το μόνο που ήθελα
ήταν μες στην υγρή σου ομίχλη να χαθώ
δροσιά να γίνω
να ενωθώ με τ' αφρισμένα κύματα...
να μ' έπαιρναν μακριά...
Την ίδια ώρα
που ανέμιζαν σημαίες
χέρια αδιάφορα
κι άγνωστα χείλη ζητωκραύγαζαν,
έψαχνα νά βρω απελπισμένα
την ακριβή δική μου λευτεριά.
Τέλη Οκτώβρη...
στης παραλίας σου την άκρη
μόνο ένα σώμα βάδιζε αργά...
τραγούδια, γέλια, παιδικές φωνές,
ξένες χαρές...
τίποτα δε θυμάμαι απ' όλα αυτά...
ήδη η ψυχή μου ήταν φευγάτη.
Μαρία Γασπαράτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου