Το καλοκαίρι που έγιναν τα όνειρα εφιάλτες,
η κλειδωμένη σου αγκαλιά σαν κοφτερό γυαλί,
έκοψε τις ελπίδες μου που βγήκαν όλες σκάρτες
και την ψυχή μου έβαλε σε σκοτεινό κελί.
Σαν πεταλούδα έκαψα τ' αδύναμα φτερά μου,
στης φλογισμένης σου ματιάς το φονικό βυθό,
μέσα στο βλέμμα σου έχασα για πάντα τη χαρά μου
κι έμεινα δέντρο άνυδρο σε πυρκαγιάς κλοιό.
Μα ο ουρανός συννέφιασε και άρχισε να βρέχει
μια απροσδόκητα πυκνή και δροσερή βροχή
και στην ψυχή μου που έμαθε μες στις φωτιές ν' αντέχει,
γεννήθηκε απ' τις στάχτες της σαν τον ανθό η ζωή.
Μαρία Γασπαράτου
έκοψε τις ελπίδες μου που βγήκαν όλες σκάρτες
και την ψυχή μου έβαλε σε σκοτεινό κελί.
Σαν πεταλούδα έκαψα τ' αδύναμα φτερά μου,
στης φλογισμένης σου ματιάς το φονικό βυθό,
μέσα στο βλέμμα σου έχασα για πάντα τη χαρά μου
κι έμεινα δέντρο άνυδρο σε πυρκαγιάς κλοιό.
Μα ο ουρανός συννέφιασε και άρχισε να βρέχει
μια απροσδόκητα πυκνή και δροσερή βροχή
και στην ψυχή μου που έμαθε μες στις φωτιές ν' αντέχει,
γεννήθηκε απ' τις στάχτες της σαν τον ανθό η ζωή.
Μαρία Γασπαράτου