γιατί συνήθιζα
βαρκούλες χάρτινες να φτιάχνω
και να τις βάζω στη σειρά
και να τις ταξιδεύω
πάνω στου καναπέ το μπράτσο
και ξάφνου να μελαγχολώ
και να τις τσαλακώνω
μέσα στις χούφτες μου με θλίψη,
μα όταν πια έμοιαζαν ναυάγια
βαρκούλες χάρτινες να φτιάχνω
και να τις βάζω στη σειρά
και να τις ταξιδεύω
πάνω στου καναπέ το μπράτσο
και ξάφνου να μελαγχολώ
και να τις τσαλακώνω
μέσα στις χούφτες μου με θλίψη,
μα όταν πια έμοιαζαν ναυάγια
σε άνυδρο ακρογιάλι,
κουφάρια άχρηστα από χαρτί,
με μια λαχτάρα
που ποτέ δεν είχα κρύψει,
απ' την αρχή άλλες να φτιάχνω πάλι.
Ήταν αυτό το πείσμα που σε τρόμαζε
και μια παράλογη μανία
που δε μπόρεσα ποτέ να κουμαντάρω,
τα χάρτινα καράβια μου,
χωρίς πανιά, χωρίς κουπιά
και δίχως θάλασσα
να επιμένω να σαλπάρω.
Όχι δεν έφταιγες εσύ...
ήταν εκείνα τα κρυμμένα μου φτερά...
δε ξέρω καν γιατί και πότε
μες στην ψυχή μου είχαν φυτρώσει,
που συνεχώς φτεροκοπούσαν
και με παρακινούσαν μυστικά
για μια αναπότρεπτη κι αδιάκοπη φυγή,
που από τους δαίμονες μου θα με σώσει.
Θυμάμαι που με ρώταγες παλιά
κι απελπισμένα μου ζητούσες εξηγήσεις...
όμως δεν είχα...
όπως ούτε και τώρα ακόμα
έχω απαντήσεις.
Μαρία Γασπαράτου
κουφάρια άχρηστα από χαρτί,
με μια λαχτάρα
που ποτέ δεν είχα κρύψει,
απ' την αρχή άλλες να φτιάχνω πάλι.
Ήταν αυτό το πείσμα που σε τρόμαζε
και μια παράλογη μανία
που δε μπόρεσα ποτέ να κουμαντάρω,
τα χάρτινα καράβια μου,
χωρίς πανιά, χωρίς κουπιά
και δίχως θάλασσα
να επιμένω να σαλπάρω.
Όχι δεν έφταιγες εσύ...
ήταν εκείνα τα κρυμμένα μου φτερά...
δε ξέρω καν γιατί και πότε
μες στην ψυχή μου είχαν φυτρώσει,
που συνεχώς φτεροκοπούσαν
και με παρακινούσαν μυστικά
για μια αναπότρεπτη κι αδιάκοπη φυγή,
που από τους δαίμονες μου θα με σώσει.
Θυμάμαι που με ρώταγες παλιά
κι απελπισμένα μου ζητούσες εξηγήσεις...
όμως δεν είχα...
όπως ούτε και τώρα ακόμα
έχω απαντήσεις.
Μαρία Γασπαράτου