Αναγνώστες

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Η ελπίδα


Κοίτα πλέον οι λέξεις, 
πόσο γίναν ανούσιες, 
οι έννοιες ύποπτες, 
σκοτεινές οι προθέσεις...
κι όλα γύρω αβέβαια, 
σκοπίμως δυσνόητα,
σκοτεινά κι ασαφή...
Μα η ελπίδα, για δες...
επιμένει...
στην ατέρμονη νύχτα
θα γίνει κερί...
θα φέγγει απαλά...
να μπορούν οι ασυμβίβαστοι
κι όλοι αυτοί 
που ονειρεύονται ακόμα,
στο σκοτάδι του κόσμου,
να γράφουνε στίχους.

Μαρία Γασπαράτου




Νύχτα του Οκτώβρη

 Νύχτα του Οκτώβρη...
Μια μουσική τρομαχτική 
ακούγεται κάπου μακριά...

Τα χέρια σου φαντάζομαι,
άγρια πουλιά...
τα δάχτυλά σου που με ορμή,
του πιάνου σου τα πλήκτρα 
χτυπάνε.

Τόσος θυμός για μια φυγή
τόση οργή για ένα τέλος 
που το όρισες εσύ
μα τώρα σε πονάει.

Στη θλιβερή σου κάμαρα
κραυγές οι νότες
σφαίρες οι ενοχές,
πέφτουνε στο άρρωστο "εγώ" σου
και δίχως έλεος το τρυπάνε. 

Νύχτα του Οκτώβρη
κι όσα μπορούσες
μα δεν έκανες ποτέ,
σ' εκδικούνται...

Όσα δε μέτρησες σωστά,  
κύματα άγρια που απειλούνε 
της ζωής σου το καράβι.
Λάθος πορεία, 
χρόνια τώρα ακολουθείς
κι είναι αργά... πολύ αργά...
Χάθηκε το λιμάνι.

Μαρία Γασπαράτου



Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Κάθε Οκτώβρη


Δρόμοι γεμάτοι με χρυσάνθεμα
σε φέρνουν,
μέσα απ' τη μελαγχολική καρδιά 
του φθινοπώρου.
Στέκεις στο βάθος,
όπως παλιά χαμογελώντας, 
ενώ ένα φως απόκοσμο
χαϊδεύει τα μαλλιά σου.
Κάθε Οκτώβρη, εκεί σ' ανταμώνω,
με μια αγκαλιά ανοιχτή
σαν λίμνη ήρεμη,
να με προσμένεις...
Τα λόγια που δε λες,
γαλάζια νούφαρα 
που απλώνουν γενναιόδωρα
ως την ψυχή μου το άρωμά τους.
Στο μεταξένιο φόρεμά σου, 
του Παραδείσου ξαποσταίνουν 
τα πουλιά...
μηνύματα φέρνουν...
Γέρνω στα άνθη του νερού,
φέρνω κοντά το πρόσωπό μου,
αφουγκράζομαι...
ακούω τη φωνή σου...
κλείνω τα μάτια...
μ' εμπιστοσύνη αφήνομαι 
μες στη γαλάζια λίμνη σου
κι η αγάπη σου, 
σαν τότε που ήμουνα παιδί,
με γιατρεύει.

Μαρία Γασπαράτου



Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Τ' αγριοπερίστερα


Θλίψη μου φέρνουν τ' αγριοπερίστερα,
στης πόλης τους βρώμικους δρόμους,
στα σπασμένα πεζοδρόμια,
στα προαύλια των εκκλησιών
τις βροχερές Κυριακές,
στα προαύλια των σχολείων
τα ψυχρά πρωινά,
στα περβάζια των παραθύρων
στα δημόσια νοσοκομεία,
στα παραμελημένα πάρκα,
στα φθαρμένα παγκάκια,
δίπλα σε ζητιάνους και πρεζάκηδες,
στους αφόρητα γεμάτους κάδους 
σκουπιδιών.

Θλίψη μου αφήνουν 
κι έναν πόνο ακαθόριστο,
τ' αγριοπερίστερα,
στις στάσεις των λεωφορείων,
στων τρένων τους γκρίζους σταθμούς,
στις ύποπτες πλατείες...
σουλατσάρουν αδιάφορα, 
παρόντα κι ανάλγητα, σε κάθε δυστυχία 
κι ύστερα 
μ' ένα τους φτεροκόπημα 
πετούν μακριά.

Δεν τα μπορώ τ' αγριοπερίστερα...
ανώδυνες στάσεις κάνουν, 
εμπαίζουν θαρρείς 
τη δική σου αγωνία, 
τη σκλαβιά, 
τη μιζέρια
κι έπειτα φεύγουν 
σ' άλλους ουρανούς...
Υψώνεις τα μάτια κι εσύ,
λίγο ουρανό να βρεις...
απελπισμένα ψάχνεις...
άδικα...
το βλέμμα σκοντάφτει επικίνδυνα,
πάνω σε σίδερα,
τσιμέντο,
σιωπή...

Μαρία Γασπαράτου