Μες στις αποσκευές σου,
καινούριε χρόνε μου,
δώρα για μας,
βάλε ψωμί, χαρά κι αγάπη,
εκεί που λείπουν να τα μοιράσεις.
Απ' του χειμώνα να περάσεις
τα πιο λευκά, καθάρια μονοπάτια,
αλήθειας φως, να φέρεις μέσα μας
και λίγη από την παιδική μας,
ξεχασμένη αγνότητα...
Όπως θα προχωράς,
πέρνα απ' της άνοιξης
τους ανθισμένους δρόμους,
χρώματα κίτρινα και κόκκινα,
πράσινα και μενεξεδιά,
ν' αφήνεις στο διάβα σου
να διώχνουν το γκρίζο
απ' τις μέρες μας...
κι έπειτα,
του καλοκαιριού το γαλανό,
μέσα στις χούφτες σου
να το μαζέψεις,
να βάψεις μ' αυτό
τα όνειρά μας,
να γίνουν θάλασσες,
να βρουν ορίζοντες ξανά,
να ταξιδέψουν...
και σαν φθινοπωριάσει,
πάνω στα δέντρα τα γυμνά,
πολύχρωμες ελπίδες να κρεμάσεις
και υποσχέσεις,
πως φεύγοντας,
τίποτα αγαπημένο απ' τη ζωή μας
δε θα πάρεις,
παρά μονάχα,
ό,τι βαραίνει την ψυχή μας
και την πονά.
Μαρία Γασπαράτου