Στο κενό που αφήνουν οι λειψές σου μέρες
θα φυτέψω δυο τρεις άγριες παπαρούνες,
κλεμμένες από κάποιο περασμένο Απρίλη...
ν' αφήσω θέλω στο άδειο σου,
ίχνη ζωής
μέσα απ' των λουλουδιών το ζωηρό
κόκκινο χρώμα.
Μου φέρνουν στο λαιμό ένα κόμπο
οι μισερές σου μέρες.
Στο πληγωμένο σου κορμί
θ' απλώσω κάποιου μαγιάτικου ήλιου
τη σωτήρια θαλπωρή,
βάλσαμο,
εκεί...στο κομμάτι που λείπει
κι έπειτα
τα παγωμένα χείλη σου
σαν ροδοπέταλα θ' ανοίξω,
μέσα απ' τη μυρωμένη ανάσα της
μ' ένα φιλί,
ζωή να σου εμφυσήσει,
μια καταδεκτική, πρώιμη άνοιξη,
να πάψεις να 'σαι μες στους 12
εσύ ο αδικημένος,
το ελλιπές να γίνει ολόκληρο,
σαν από θαύμα,
αρτιμελής κι αγέρωχος
να φύγει ο χειμώνας.