Αναγνώστες

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Θα 'ρθουν χαρές μου λες...

Θα 'ρθουν χαρές μου λες... 
θα 'ρθουνε πάλι γιορτινές οι Κυριακές.
Θα χτίζουμε ζωή με χέρια ελεύθερα
με μάτια που το απέραντο μέσα τους 
θα χωράει 
και με ψυχή που θα την ταξιδεύουνε 
σ' όνειρα ξεχασμένα,
κάτασπροι γλάροι.
Θα 'ρθουν..έτσι μου λες...
τα πρωινά 
που ο ήλιος άτρωτος
χρυσάφι φως θα ρίχνει
σε κάθε τι συννεφιασμένο
κι οι προσδοκίες μας θα βρουν 
απάνεμο λιμάνι.
Να το πιστέψω έτσι μου λες...
θα 'ρθουνε πάλι γιορτινές οι Κυριακές...
οι εξόριστες ελπίδες μας 
εντός μας θα επιστρέψουν... 
κι εγώ νιώθω στις λέξεις σου το θαύμα 
να ξυπνάει...
μες στη φωνή σου αφήνομαι 
και σε πιστεύω...

Μαρία Γασπαράτου



Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Τέλη Οκτώβρη


Ήταν το φως αχνό 
μες στην πυκνή σου ομίχλη
κι ήθελα τόσο 
το κουρασμένο βλέμμα μου
ν' απλώσω 
στη μαγική σου θάλασσα...
Τέλη Οκτώβρη σ' ένα τοπίο υγρό
έσταζαν λες από ψηλά
κάποιου ευαίσθητου Θεού 
τα δάκρυα
κι εγώ περπάταγα 
στης παραλίας σου την άκρη
σαν φάντασμα και σαν αερικό
ενώ καμπάνες γιορτινές 
ακούγονταν από μακριά, 
τις ανοιχτές ακόμα μέσα μου πληγές
με μια ανεξέλεγκτη εμμονή 
χαράσσοντας.
Το μόνο που ήθελα 
ήταν μες στην υγρή σου ομίχλη να χαθώ
δροσιά να γίνω 
να ενωθώ με τ' αφρισμένα κύματα...
να μ' έπαιρναν μακριά...
Την ίδια ώρα 
που ανέμιζαν σημαίες
χέρια αδιάφορα
κι άγνωστα χείλη ζητωκραύγαζαν,
έψαχνα νά βρω απελπισμένα 
την ακριβή δική μου λευτεριά.
Τέλη Οκτώβρη... 
στης παραλίας σου την άκρη
μόνο ένα σώμα βάδιζε αργά...
τραγούδια, γέλια, παιδικές φωνές, 
ξένες χαρές...
τίποτα δε θυμάμαι απ' όλα αυτά...
ήδη η ψυχή μου ήταν φευγάτη.

Μαρία Γασπαράτου


















Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Σ' ένα κουτάκι στη σκακιέρα


Σε πνίγει το λίγο του κόσμου.
Ψάχνεις ορίζοντες πιο μακρινούς 
νόημα να 'χει το ταξίδι σου
να βρει το όνειρο προορισμό...
αλλά σκοντάφτεις
πάνω σε αθετημένες υποσχέσεις 
σε προδοσίες απροκάλυπτες 
και στης καρδιάς σου 
τους λάθος υπολογισμούς.
Κι ο κόσμος όλο και στενεύει 
κι εσύ όλο συρρικνώνεσαι
για να χωράς μέσα σ' αυτόν...
κι αλλάζει η μορφή σου
και μικραίνεις
κι όλα επάνω σου μικραίνουν
τα χέρια σου, το βήμα, η φωνή σου
κι ό,τι είχες μέσα σου μεγάλο
λιγοστεύει...
τα όνειρα, οι επιθυμίες σου,
η τόλμη, οι αντοχές σου,
μέχρι που γίνεσαι
ένας ασήμαντος μικρός στρατιώτης...
βρίσκεις τη θέση σου
σ' ένα κουτάκι στη σκακιέρα
και συνηθίζεις
σ' ένα παιχνίδι που δεν ορίζεις
για άλλων σχέδια να πολεμάς...
κι ο χρόνος ανελέητα κυλά...
κι όλες οι ώρες δείχνουνε φθινόπωρο.

Μαρία Γασπαράτου











Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Όσα δε λέμε

 
Πού πάνε άραγε και κρύβονται 
όσα δε λέμε; 
Λόγια που δεν κατάφεραν να βγουν 
απ' των χειλιών μας τα συρματοπλέγματα;
Εκείνα που εξορίσαμε 
στου ανείπωτου την παγωμένη χώρα
κι αυταρχικά αποφασίσαμε
ποτέ τους να μην ακουστούν;
Πού πάνε τάχα τόσες λέξεις; 
Λέξεις που φυλακίσαμε
που μόνο αλήθειες λένε
ανόθευτες ακάλυπτες γυμνές;
Κάποτε  εξεγείρονται...
ανηφορίζουν μέσα από της σιωπής 
τα μονοπάτια, 
δάκρυα γίνονται που καίνε
κι άλλοτε πάλι 
στο πιο βαθύ σκοτάδι εγκλωβισμένες 
απ' την ψυχή μας που δεν τόλμησε, 
ζητούν εκδίκηση.. 
Που πάνε άραγε και κρύβονται 
όσα δε λέμε;
Σε ποιο απρόσιτο σημείο μέσα μας
τη μοίρα μας ακούσια εντελώς 
χειραγωγούν;

Μαρία Γασπαράτου























Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Τα απομεσήμερα του Οκτώβρη

Τα απομεσήμερα του Οκτώβρη
όταν το πιο ακριβό του μέλι στάζει ο ήλιος
στης πόλης τις σκληρές γραμμές
στα πρόσωπα τα κουρασμένα 
των ανθρώπων
στης φύσης τη μοιραία πτώση,
κάπως σα να γλυκαίνουν όλα, 
καθώς μέσα απ' τα μάτια σου
του ήλιου οι χρυσοχάλκινες αχτίδες
πάνω σε κάθε τι θλιμμένο χτίζουν όνειρα.
Κάτω από τα πεσμένα φύλλα
μες στο φιλόξενο αφράτο χώμα
κάτι όμορφο ετοιμάζεται θαρρείς
σαν σπόρος να φυτρώσει
όταν σημάνει η ώρα.
Ακούς εδώ κι εκεί
να σιγοσπάνε αλυσίδες
κι ό,τι πολύ ποθούμε εγκλωβισμένο
αργά αργά μέσα από τη φθορά
σα ν' απελευθερώνεται.
Τ' απομεσήμερα του Οκτώβρη, 
στο φθινοπωρινό καλοσυνάτο φως
που λάμπει μες στο βλέμμα σου
μ' αρέσει να ονειρεύομαι 
το αύριο.

Μαρία Γασπαράτου







Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Μιά ολόκληρη απουσία

 Σαν κάθε βράδυ μετράς  
της ζωής σου τ' αθέατα φεγγάρια...
ένα παλιό κομπολόι από νύχτες λειψές...
πέφτουν αργά η μία πάνω στην άλλη
σαν χάντρες από σάπιο ξύλο
που παραδίνονται παθητικά 
σε μιά επώδυνη ένωση
χωρίς σκοπό...
Ένα φεγγάρι να 'βλεπες μόνο...
να διώξει το σκοτάδι απ' το βλέμμα σου 
να μην τρομάξει το αύριο σαν έρθει...
μα απ' τ' ανοιχτό παράθυρό σου
σαν πεταλούδα πετάει μακριά η ελπίδα.
Μισή βγήκε απόψε η σελήνη 
κι ανάμεσά σας σαν εχθρικός πλανήτης
στέκει όπως πάντα μιά ολόκληρη απουσία...
άλλη μιά νύχτα σου κρύβει το φως...

Μαρία Γασπαράτου








Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Σαν μιά παράξενη γιορτή


Κοίτα τι όμορφα που στροβιλίζονται τα φύλλα!
Με πόση εμπιστοσύνη αφήνονται 
στην αγκαλιά του ανέμου 
δίχως αντίσταση... 
Σαν μιά παράξενη γιορτή μοιάζει το τέλος.
Πέταλα λουλουδιών από δροσιά στεγνά
και φυλλαράκια κίτρινα ξερά,
πριν τα κορμάκια τους τ' αδύναμα 
αγγίξουνε τη γη,
μ' ενός απόκοσμου βιολιού 
τη μελαγχολική μα και γλυκιά
συνάμα μουσική
που φτάνει απ' το αιώνιο μακριά,
χορεύουν.
Όχι τα δέντρα δεν πεθαίνουν...
μόνο κοιμούνται το φθινόπωρο
τον ύπνο το βαθύ της λησμονιάς...
να μην πονούν...
μέχρι τα φύλλα τους που χάθηκαν 
τα τρυφερά 
να επιστρέψουν στα ανοιχτά τους χέρια
κάποιο ξημέρωμα άνοιξης.

Μαρία Γασπαράτου





Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Κανείς μου έλεγες δεν είναι κανενός...

 Αγαπημένος τόπος σου ο σταθμός.
Σ' ένα παγκάκι ονειρευόσουνα ταξίδια
κι όταν σε ρώταγα ανασήκωνες τα φρύδια..
Κανείς μου έλεγες δεν είναι κανενός.

Θυμάμαι πάντα τη θλιμμένη σου ματιά
να χάνεται στου ορίζοντα τα βάθη
όπου έβρισκες του ονείρου σου την άκρη
και που σ' αυτό εγώ δεν ήμουν πουθενά.

Κι άλλες φορές σε μιά γωνιά του λιμανιού
το άπληστο βλέμμα σου ακολούθαγε τα πλοία
και δίχως μιά ξεκάθαρη αιτία
είχες απρόβλεπτα ξεσπάσματα θυμού.

Σ' ένα άλλο τόπο τώρα σ' άλλη γη
τα δειλινά ίσως κοιτάς πάλι τα τρένα
κι ίσως η σκέψη σου να σ' οδηγεί σε μένα 
και να ονειρεύεσαι κρυφά μιά επιστροφή.


Μαρία Γασπαράτου