Έπεφτε χιόνι εκείνη τη μέρα
κι όλα τυλίχτηκαν σ' ένα πυκνό
και πένθιμο λευκό.
Έφευγες κι εσύ μέσα από του ουρανού
τα βελουδένια άσπρα δάκρυα.
Δεν ήξερα αλήθεια τι όνομα να δώσω
στο μέσα μου αναπάντεχο κενό...
όλα ακατάστατα, θολά και μπερδεμένα...
πληγές παλιές που υποτροπίασαν,
μνήμες θαμπές, όμορφες άλλες
κι άλλες πικρές,
σκοπίμως βυθισμένες στην ασάφεια
από άμυνα...
σε μια ομίχλη χάθηκα
μέσα στη χιονοθύελλα
την ώρα που έφευγες
και θέριευε το κρύο.
Ποτέ μου δεν κατάφερα αυτά που ήθελα,
να πω,
ποτέ σου δεν κατάφερες να καταλάβεις.
Εκεί που πας ας είναι ευθεία και σαφής
η διαδρομή σου,
χωρίς διλλήματα σε σταυροδρόμια
δίχως σήμανση,
χωρίς αδιέξοδα
και με ορίζοντα πάντα ανοιχτό
κι εγώ με την πιο τρυφερή, γλυκιά
κι αγαπημένη εικόνα σου
θα σε θυμάμαι.
Μαρία Γασπαράτου