Αναγνώστες

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Κάθε φορά που σε καλώ


Έρχεσαι πρόθυμα
κάθε φορά που σε καλώ,
μα πριν προλάβω καν
την αύρα σου να νιώσω,
φεύγεις πάλι...
Άσε μου λίγο 
από του χαμογέλιου σου
το φευγαλέο φως...
άσε μου, 
ό,τι μπορεί δικό σου,
τα κλειδωμένα μέσα μου κελιά 
ν' ανοίξει.
Πάλι κρατάς στα χέρια σου
λευκά χρυσάνθεμα...
πάλι φθινόπωρα 
στην πλάτη κουβαλάς. 
Μέσα σ' ενός αφύσικα 
ζεστού Ιούνη
το φλογάτο δειλινό,
έστω άφησέ μου κάτι
απ΄τις ατέλειωτες βροχές σου...
μες στην ψυχή μου όσα διψούν
να ξεδιψάσουν.

Μαρία Γασπαράτου

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Άδικα ήρθες


Ήρθες μετά από καιρό,
στης θερινής βραδιάς 
τις στάσιμες ώρες...
επισκέπτης απρόσμενος
στα όνειρά μου.
Τα μάτια σου, 
έρημα φλεγόμενα νησιά,
εκλιπαρούσαν, 
του πελάγου μέσα μου
τα ήσυχα κύματα, 
να υψωθούν 
και τις άγριες φλόγες 
που ανελέητα σ' έκαιγαν,
να σβήσουν.
Ήρθες μετά από καιρό, 
στης ακίνητης νύχτας μου
την αφόρητη άπνοια.
Άδικα ήρθες...
Δε φυσάνε πια οι άνεμοι εδώ.

Μαρία Γασπαράτου

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Αγριες ορχιδέες


Εκεί...
στο κομμάτι που λείπει,
θάλασσες άπλωσα
και ουρανούς 
και κάμπους,
τοπίο εύκρατο έγινε, 
το μίζερο και το λειψό,
σε δρόμους καλοκαιρινούς
να ταξιδεύει το όνειρο
και να πλαταίνει και ν' ανοίγει,
να μεγαλώνει αδιάκοπα,
ποτάμι να γίνεται,
στο σύμπαν να χύνεται,
να φτάνει ως το Θεό...
Σε μια καμμένη, στέρφα γη,
ελπίδας σπόρους φύτεψα
που βλάστησαν και θέριεψαν,
και γέμισαν ανθούς.
Τώρα πια δεν αγγίζω το κενό,
ούτε πονάει πια το άδειο.
Και δε φοβάμαι...
Κάθε φορά που ψηλαφώ
το θάνατο,
ζωή γεμίζουνε τα χέρια μου
κι άγριες ορχιδέες.

Μαρία Γασπαράτου