σ' ένα κόσμο που καίγεται,
σαν κλαράκι φοβάμαι,
στης φωτιάς το προσάναμμα.
Να μπορούσα να γίνω βροχή,
να γίνω πηγή,
να γίνω ποτάμι,
μιας θάλασσας άγριας έστω
το κύμα...
Μα έχω τόσο στεγνώσει
σ' αυτή τη φριχτή ξηρασία...
στερεύουν κάποτε μοιραία,
μιας θάλασσας άγριας έστω
το κύμα...
Μα έχω τόσο στεγνώσει
σ' αυτή τη φριχτή ξηρασία...
στερεύουν κάποτε μοιραία,
τα δάκρυα,
στερεύει η ψυχή
κι είναι η ώρα που γεννιέται η ενοχή
κι είναι η στιγμή της πιο βαθιάς
απελπισίας.
στερεύει η ψυχή
κι είναι η ώρα που γεννιέται η ενοχή
κι είναι η στιγμή της πιο βαθιάς
απελπισίας.
Καπνοί σκεπάζουνε του καθενός μας
τον ορίζοντα
κι ο άνεμος δε φέρνει πια
παρά μονάχα στάχτες...
Καίγεται αδιάκοπα ο κόσμος
κι εγώ ένα κλαράκι θα μείνω φοβάμαι,
στης φωτιάς το προσάναμμα...
Ντρέπομαι αλήθεια,
κι ο άνεμος δε φέρνει πια
παρά μονάχα στάχτες...
Καίγεται αδιάκοπα ο κόσμος
κι εγώ ένα κλαράκι θα μείνω φοβάμαι,
στης φωτιάς το προσάναμμα...
Ντρέπομαι αλήθεια,
που πάνω συνήθισα να περπατώ
στ' αποκαϊδια...
Μα αν δε γίνω εγώ,
αν δε γίνεις εσύ,
μια σωτήρια βροχή,
μια πηγή,
ένα ποτάμι,
μιας θάλασσας άγριας έστω
το κύμα,
μιας θάλασσας άγριας έστω
το κύμα,
πώς θα πάψει επιτέλους
τόσο άδικα ο κόσμος
να καίγεται;
Πώς θα μπορέσει το αύριο
καινούριους βλαστούς να πετάξει,
ν' ανθίσει και πάλι η ζωή
απ' τη στάχτη;
Μαρία Γασπαράτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου